Με τον όρο

«Κτήνος της Ζεβοντάν» ή «Θηρίο της Ζεβοντάν» (Γαλλ.: La bête du Gévaudan) χαρακτηρίστηκε ένα μυστηριώδες ζώο που εμφανίστηκε το 1764 στην περιοχή Ζεβοντάν (Gevaudan) στην νοτιο-κεντρική Γαλλία, όπου σήμερα βρίσκεται...

....
η επαρχία Λοζέρ (Lozere). Επί τρία έτη τρομοκρατούσε τους κατοίκους των γύρω περιοχών με τις επιθέσεις που επιχειρούσε εναντίον τους, οι οποίες κατά κανόνα είχαν φρικτά αποτελέσματα.

Περιγράφηκε ως ένα λυκόμορφο πλάσμα σε μέγεθος αγελάδας, οι μελετητές όμως, ακόμα και σήμερα, δεν μπορούν να το ταυτίσουν με κάποιο γνωστό είδος. Το μυστήριο που καλύπτει την φύση αυτού του ζώου, έχει γίνει έναυσμα, κατά καιρούς, για διάφορες θεωρίες συνωμοσίας και ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες (λογοτέχνες, ζωγράφους, κινηματογραφιστές, κ.λπ.). Πάντως, στην Ζεβοντάν ο απόηχος του τέρατος κρατά μέχρι σήμερα και οι κάτοικοι μιλούν με τρόμο γι’ αυτό. Θεωρείται ότι τα λυκόμορφα υπερμεγέθη ανθρωποφάγα ζώα ήταν παραπάνω από ένα.

Η εμφάνιση του τέρατος

Η Ζεβοντάν, όπως και οι γύρω περιοχές, είναι ορεινή με έντονο ανάγλυφο. Ανάμεσα στους επιβλητικούς ορεινούς όγκους σχηματίζονται οροπέδια με εκτεταμένα βοσκοτόπια και γαίες κατάλληλες για καλλιέργεια. Πυκνά δάση καλύπτουν τις βαθιές χαράδρες και μεγάλα τμήματα των λιβαδιών, δημιουργώντας πολλά και απρόσιτα κρησφύγετα, όπου επιβιώνει μεγάλη ποικιλία άγριας πανίδας.

Στον χώρο αυτό εμφανίστηκε το μυστηριώδες τέρας το καλοκαίρι του 1764. Η πρώτη επίθεση έγινε εναντίον μιας βοσκοπούλας στην περιοχή Langogne. Η νεαρή γυναίκα ήταν από τα λίγα θύματα του κτήνους που κατάφερε να επιβιώσει. Αρχικά την υπερασπίστηκαν τα σκυλιά της, δίνοντάς της χρόνο να καταφύγει ανάμεσα στα βόδια της. Αυτά με τη σειρά τους, κράτησαν μακριά το τέρας με τα κέρατά τους, μέχρι που αυτό εγκατέλειψε την προσπάθεια. Η κοπέλα έφτασε τελικά στο χωριό σώα και διηγήθηκε στους έκπληκτους χωρικούς το συμβάν. Σύμφωνα με την περιγραφή της, της επιτέθηκε ένα ζώο που έμοιαζε με λύκο αλλά ήταν πολύ μεγαλύτερο.

Είχε κεφάλι και λαιμό πιο πλατιά από του λύκου και οι κυνόδοντές του εξείχαν από τις πλευρές των σαγονιών του. Μια μαύρη λωρίδα διέτρεχε την ράχη του, ενώ η ουρά του ήταν εξαιρετικά μεγάλη και κατέληγε σε μια πλούσια φούντα. Οι γρατσουνιές που έφερε σε όλο το σώμα της η κοπέλα, καθώς και το σκισμένο φουστάνι της έπεισε τους συγχωριανούς της για την αλήθεια των λόγων της.

Τους επόμενους μήνες οι επιθέσεις πολλαπλασιάστηκαν. Συνήθως τα θύματα ήταν γυναίκες και μικρά παιδιά που φύλαγαν τα κοπάδια τους στα λιβάδια του οροπεδίου. Τα πτώματα των άτυχων θυμάτων βρίσκονταν διαμελισμένα ή φρικτά ακρωτηριασμένα και πολλές φορές αγνώριστα. Σύντομα η φήμη του τέρατος απλώθηκε σε όλη τη χώρα και οι γαλλικές αρχές σύστησαν στον τοπικό πληθυσμό να μην αφήνει απροστάτευτα τα γυναικόπαιδα. Όμως στην αγροτική Ζεβοντάν, κάθε μέλος της οικογένειας ήταν απαραίτητο για τις εργασίες, οι οποίες εξαρτιόνταν από τον κύκλο των εποχών.

Οι άντρες δούλευαν στα χωράφια (συνήθως σε μεγάλες ομάδες), αφήνοντας στα γυναικόπαιδα την πιο ελαφριά εργασία της βοσκής των κοπαδιών, που πολλές φορές μπορούσε να γίνει από μόνον ένα άτομο. Γι’ αυτό και τα γυναικόπαιδα ήταν τα πιο ευάλωτα κι εκτεθειμένα στις επιθέσεις του τέρατος. Μπροστά, όμως, στις συνεχείς φρικτές εμφανίσεις του ζώου, πολλοί εγκατέλειψαν την συγκομιδή των καρπών για να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία, ενώ άλλοι πάλι, αναγκάστηκαν να αφήνουν εκτεθειμένα τα γυναικόπαιδα.

Εξάπλωση του τρόμου και άκαρπες προσπάθειες εξόντωσής του

Στις 6 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους, μια γυναίκα που ασχολείτο με τον κήπο του σπιτιού της δέχτηκε την επίθεση του τέρατος. Μέχρι τα τέλη του μήνα ένα βοσκόπουλο και μια μικρή κοπέλα προστέθηκαν στα θύματα, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να μην νιώθουν πλέον καμιά ασφάλεια. Αρκετοί οργάνωσαν μια ομάδα για να εξοντώσουν το κτήνος. Δύο εξ αυτών το εντόπισαν και το πυροβόλησαν από πολύ μικρή απόσταση. Αυτό, όμως αφού έπεσε, ξανασηκώθηκε και διέφυγε παρά τα συνεχή εύστοχα πυρά των διωκτών του. Οι κάτοικοι θεώρησαν ότι το θηρίο θα πέθαινε κατά τις επόμενες ημέρες. Διαψεύσθηκαν οικτρά όταν οι επιθέσεις επαναλήφθησαν. Τότε όλη η περιοχή τρομοκρατήθηκε και οι χωρικοί άρχισαν να το θεωρούν κάτι το υπερφυσικό. Φήμες που ήθελαν το θηρίο να είναι «λυκάνθρωπος» (loup-garou) ή κάποιο ακάθαρτο ον-όργανο μάγισσας, διαδίδονταν αυξάνοντας το φόβο των ήδη τρομοκρατημένων κατοίκων.

Ο διοικητής της Ζεβοντάν και προσωπικός φίλος του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ', Ετιέν Λαφόντ (Etienne Lafont) ζήτησε επίμονα βοήθεια από την Αυλή για την αντιμετώπιση της μάστιγας. Πέτυχε τελικά την αποστολή μιας ομάδας βασιλικών δραγώνων υπό τον ταγματάρχη Ντιαμέλ (Duhamel). Επίσης, το θηρίο επικηρύχθηκε έναντι μεγάλης αμοιβής με αποτέλεσμα να συρρεύσουν στην περιοχή πολλοί επαγγελματίες κυνηγοί. Αυτοί οργανώθηκαν σε πολυάριθμες ομάδες από τον Ντιαμέλ και συντόνισαν καλύτερα τις κινήσεις τους. Το τέρας όμως παρέμενε ελεύθερο. Κατάφερνε και ξέφευγε από τις παγίδες και τα δόκανα, ενώ δεν άγγιζε τα δηλητηριασμένα δολώματα που του άφηναν. Επιπλέον, εξαιτίας της πίεσης των συνεχών περιπόλων, πέρασε τα βουνά Μαργκερίντ και έκανε αισθητή την παρουσία του στην Rieutort με πρώτο θύμα έναν 12χρονο βοσκό. Νέες προσπάθειες των κατοίκων να δώσουν τέλος στον εφιάλτη, έπεφταν στο κενό. Το θηρίο, που πλέον αποκαλείτο «τέρας της Ζεβοντάν», συνέχιζε το μακάβριο έργο του χωρίς κάποιος να μπορεί να δώσει ένα τέλος.

Την άνοιξη του 1765 ο βασιλιάς απέστειλε τον φημισμένο κυνηγό Ντενεβάλ. Ο Ντενεβάλ ήταν γνωστός σ’ όλη τη χώρα ως έμπειρος κυνηγός λύκων και λεγόταν ότι είχε σκοτώσει πάνω από 1000 λύκους. Ούτε όμως αυτός κατάφερε κάτι, παρά τις διαφορετικές τακτικές που δοκίμασε.

Στις 29 Απριλίου του 1765, δύο μήνες περίπου από την άφιξη του Ντενεβάλ, ένας τοπικός ευγενής, ονόματι de la Chaumette, κυνήγησε μαζί με τους δύο αδερφούς του το θηρίο σώζοντας έναν βοσκό. Το πυροβόλησαν επανειλημμένως αλλά αυτό αφού ξανασηκώθηκε (όπως και στην περίπτωση των δύο κυνηγών κατά το προηγούμενο έτος), χάθηκε μέσα στην πυκνή βλάστηση γρυλίζοντας. Τα πολλά και μεγάλα ίχνη αίματος που ήταν εμφανή στον τόπο της επίθεσης, έδειχναν ότι το θηρίο είχε χάσει πολύ αίμα. Πάλι θεωρήθηκε ότι θα πέθανε μέσα στις επόμενες μέρες και πάλι οι ελπίδες διαψεύστηκαν. Τον Ιούνιο, ο Ντενεβάλ εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια, αφού δεν μπόρεσε να κάνει το παραμικρό. Σαν να μην έφτανε αυτό, το θηρίο εξαπέλυσε περισσότερες επιθέσεις και με μεγαλύτερη αγριότητα.

Ως έσχατη λύση, εστάλη από την Αυλή ο βασιλικός κυνηγός Αντουάν ντε Μπωτέρν (Antoine de Beauterne) επικεφαλής μια ομάδας 40 ατόμων. Έφτασε στην περιοχή στις 22 Ιουνίου και μετά από εντατικές προσπάθειες τριών μηνών εντόπισε και σκότωσε, στις 21 Σεπτεμβρίου, έναν τεράστιο λύκο μέσα στο φαράγγι Bial κοντά στην Pommier. Είχε μήκος δύο μέτρων και βάρος 75 κιλών. Οι κάτοικοι όπως και ο ντε Μπωτέρν παραδέχτηκαν ότι δεν είχαν ξαναδεί τόσο μεγάλο λύκο και εύλογα θεώρησαν ότι επρόκειτο για το τέρας που είχε ερημώσει την περιοχή. Επίσης, θύματα επιθέσεων του τέρατος βεβαίωσαν ότι ήταν αυτό, αναγνωρίζοντας σημάδια που είχε στο σώμα του τα οποία είχαν προκληθεί από την πάλη με κάποια θύματά του. Το ζώο βαλσαμώθηκε και στάλθηκε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας των Παρισίων. Μεγάλη χαρά και ανακούφιση επικράτησε στις πολύπαθες περιοχές. Ο βασιλικός κυνηγός πανηγύρισε την επιτυχία του, ενώ οι κάτοικοι προσπάθησαν να ξαναρχίσουν την ζωή τους και να επουλώσουν τα ψυχικά και σωματικά τραύματα που είχε αφήσει στο πέρασμά του ο υπερμεγέθης λύκος.

Σύντομα, όμως, η χαρά και η αγαλλίαση διαλύθηκαν. Στις 2 Δεκεμβρίου δύο παιδιά τραυματίστηκαν σοβαρά. Δεκάδες θάνατοι ακολούθησαν κατά τα επόμενα δύο έτη. Εκστρατεία εναντίον του θηρίου οργανώθηκε από τον κόμητα de Tournon. 18 μήνες αργότερα δεν είχε αποφέρει κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Από την άλλη, με εντολή του βασιλιά δεν ανακοινώνονταν οι ειδήσεις που έρχονταν από τη Ζεβοντάν, ίσως για πολιτικούς λόγους. Την αδιαφορία της Αυλής, φυσικά, δεν συμμεριζόταν και το τέρας, που συνέχιζε ακάθεκτο την εφιαλτική δράση του. Όλη η περιοχή πλέον είχε παραλύσει. Οι απελπισμένοι χωρικοί δεν τολμούσαν να βγουν από τα σπίτια τους, παρατώντας τις εργασίες τους. Έτσι, πέραν των συνεχών θανάτων, η περιοχή αντιμετώπιζε και το ενδεχόμενο της οικονομικής καταστροφής, που δεν φάνταζε πολύ μακρινό. Οι όροι πλέον είχαν αντιστραφεί: το τέρας της Ζεβοντάν έκανε τη Ζεβοντάν να ονομάζεται «η χώρα του θηρίου» (pays de la bête).

Η θανάτωση του θηρίου

Τον Ιούνιο του 1767 εκατοντάδες χωρικοί μαζεύτηκαν στον καθεδρικό ναό του Notre-Dame de Beaulieu για να ζητήσουν από τον Θεό να τους απαλλάξει από το τέρας, που το θεωρούσαν τιμωρία για τις αμαρτίες τους. Ιδίως κατά την άνοιξη του έτους αυτού η συχνότητα των επιθέσεων είχε αυξηθεί δραματικά. Ένας τοπικός κυνηγός ονόματι Ζαν Σαστέλ (Jean Chastel) ζήτησε από τους ιερείς του ναού να ευλογήσουν τις σφαίρες και το όπλο του.

Στις 19 του μηνός, στα πλαίσια μιας ακόμα εκστρατείας που διοργανώθηκε από έναν τοπικό ευγενή, ο Ζαν Σαστέλ σκότωσε το τέρας στο πέρασμα Sogne d’ Aubert. Ήταν ένα ζώο παρόμοιο με τον λύκο που είχε σκοτώσει ο ντε Μπωτέρν πριν δύο χρόνια. Αν και έμοιαζε με λύκο, ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερο. Όταν άνοιξαν το στομάχι του, βρήκαν μέσα ανθρώπινα υπολείμματα.

Το τέρας βαλσαμώθηκε και περιφέρθηκε στην περιοχή ώστε να το δουν οι κάτοικοι και να ηρεμήσουν. Ο βασιλιάς ζήτησε το βαλσαμωμένο ζώο να σταλεί στις Βερσαλλίες για να εκτεθεί στο παλάτι. Μέχρι να φτάσει όμως στο Παρίσι, το κουφάρι του ζώου είχε αρχίσει να όζει, προφανώς επειδή δεν είχε ταριχευτεί σωστά. Για μερικές μέρες, οι αυλικοί των Βερσαλλιών θαύμασαν το πρωτόγνωρο έκθεμα, αλλά έπειτα απομακρύνθηκε και θάφτηκε καθώς η δυσωδία είχε γίνει αφόρητη.

Μια εβδομάδα αργότερα μετά την εξολόθρευση του τέρατος, άλλο ένα κυνήγι οργανώθηκε. Αποτέλεσμα είχε την θανάτωση ενός μεγάλου θηλυκού λύκου που εικαζόταν ότι ήταν ο σύντροφος του τέρατος.



wikipedia

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε ότι διαβάζετε και βοηθήστε το κουνάβι να μάθει περισσότερα για το τι προτιμάτε να διαβάζετε!

 
Top