Με το γενικό όνομα Ασσασίνοι εννοείται μια πανίσχυρη μουσουλμανική σέκτα με ισχυρό ιδεολογικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό υπόβαθρο.
Η αθόρυβη οργάνωσή τους και η ικανότητά τους να επιτυγχάνουν τους στόχους τους υπήρξαν μνημειώδεις, ενώ η ύπαρξή τους αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για ποικίλους θρύλους που συχνά άγγιζαν τις περιοχές του υπερφυσικού. Η παρουσία τους αποτέλεσε παράγοντα ζυμώσεων στην ιστορία της ανθρωπότητας, ενώ η θρυλούμενη μυστική σχέση τους με τους Ιππότες του Ναού (Ναΐτες) παραμένει ομιχλώδης, τόσο ως προς το ακριβές της περιεχόμενο, όσο και ως προς την επιρροή της μέσα στην ανθρωπότητα. Σε κάθε περίπτωση οι Ασσασίνοι αποτελούν αναπόσπαστο, και σημαντικότατο στην εποχή του, κομμάτι της ιστορικής και συνειδησιακής εξέλιξης της ανθρωπότητας.
Η Προέλευση των Ασσασίνων
Το Τάγμα των Ασσασίνων αναδύθηκε ως αποτέλεσμα ζυμώσεων εντός του μουσουλμανικού κόσμου και ποικίλων τάσεων που εμφανίστηκαν και οδήγησαν σε θρησκευτικές –φιλοσοφικές διαφοροποιήσεις, αλλά και σε διασπάσεις.
Α. Η πρώτη μεγάλη έριδα ξεκίνησε με το θάνατο του Μωάμεθ το 632 και τη σκληρή διαμάχη για τη διαδοχή, που παρόλες τις διαπραγματεύσεις κατάληξε σε σχίσμα.
Συγκεκριμένα, ένα τμήμα του μουσουλμανικού κόσμου αποδέχτηκε ως ηγέτες τούς χαλίφες -δηλαδή τους αντικαταστάτες του Προφήτη- της Βαγδάτης με πρώτο χαλίφη τον Άμπου Μπακρ. Αυτοί είναι οι Σουνίτες, ή «ορθόδοξοι» μουσουλμάνοι που θεωρούσαν ότι η διαδοχή έπρεπε να έχει περισσότερο πνευματικό και όχι κληρονομικό χαρακτήρα και σχετίζονταν κυρίως με την αραβική αριστοκρατία.
Όμως, μια άλλη μερίδα επιδίωκε η διαδοχή να είναι κληρονομική οπότε θεωρούσε ως πλέον κατάλληλο τον Αλή, εξάδελφο και γαμπρό του Προφήτη. Η ομάδα αυτή έγινε γνωστή ως Σχία του Αλή (έτσι τους ονομάζουμε Σχιίτες, γνωστότερους ως Σιίτες) και δεχόταν ως ηγέτες τους απογόνους της Φατίμα, της κόρης του Μωάμεθ.
Ενώ στην αρχή η ομάδα των Σιιτών δεν ήταν παρά μια φατρία που υποστήριζε απλώς ένα διαφορετικό σχήμα διαδοχής, σιγά-σιγά απέκτησε βαθύτερο θρησκευτικό περιεχόμενο, θεωρώντας ότι το Ισλάμ είχε ξεφύγει από τον αρχικό στόχο που ήταν να σχηματίσει τη δίκαιη κοινωνία, το θεμελιώδες όραμα του Προφήτη.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, η εξάπλωση του Ισλαμισμού μέσω προσηλυτισμού έφερε στους κόλπους του Ισλάμ ένα μεγάλο αριθμό πιστών με ετερόκλητη προέλευση, οι οποίοι «κουβαλούσαν» μαζί τους ένα υπόβαθρο ιδεών χριστιανικής, ιουδαϊκής και ιρανικής προέλευσης. Όλα αυτά τα πλήθη ανθρώπων προέρχονταν συνήθως από χαμηλά κοινωνικά στρώματα και προσχωρούσαν στην πίστη του Ισλάμ κυρίως επηρεασμένοι από το όραμα της δίκαιης κοινωνίας. Έτσι βρέθηκαν κάτω από την εξουσία της αραβικής αριστοκρατίας που είχε στενή σχέση με το χαλιφάτο. Όμως, η φυσική τάση του πλήθους αυτού που αποτελούνταν από καταπιεσμένους ανθρώπους ήταν η αμφισβήτηση κάθε νομιμότητας της καθεστηκυίας τάξης. Έτσι αρκετοί προσχώρησαν στην ομάδα των Σιιτών που με αυτόν τον τρόπο απέκτησε πλήθος οπαδών.
Τον πρώτο καιρό οι σιιτικές οργανώσεις βρίσκονταν υπό το καθεστώς διαρκών μεταβολών, καθώς δεν υπήρχε, ακόμη, ένας σκληρός πυρήνας ικανός να διαμορφώσει ένα ισχυρό δόγμα. Έτσι, τόσο το δόγμα όσο και οι οργανώσεις διανθίζονταν από επιρροές είτε τοπικού χαρακτήρα από τις εκάστοτε λατρείες που παρέμεναν ζωντανές σε διάφορες περιοχές, είτε από την επιρροή ισχυρών προσωπικοτήτων, αλλά και από επιρροές αιρέσεων, φιλοσοφικών ρευμάτων ή ρευμάτων της εσωτερικής φιλοσοφίας όπως οι Γνωστικοί, ο Μανιχαϊσμός κλπ. Ένα κοινό στοιχείο όμως έδενε όλες αυτές τις παραλλαγές: Η ανατροπή της υπάρχουσας τάξης και η ενθρόνιση του δικού τους ιμάμη. Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι για τον Ισλαμισμό, το όραμα του δίκαιου κόσμου δεν μπορεί να επιτευχθεί με διαχωρισμό της κρατικής από τη θρησκευτική εξουσία. Το κοινωνικό όραμα πηγάζει από το ίδιο το θρησκευτικό δόγμα. Έτσι, μόνο οι θρησκευτικοί ηγέτες έχουν τη γνώση και την πόλωση στο όραμα του Προφήτη, οπότε μόνο αυτοί μπορούν και πρέπει να έχουν στα χέρια τους την διακυβέρνηση ώστε να επιτευχθεί επίγεια ο δίκαιος κόσμος.
Ακόμα και στις μέρες μας η διχόνοια μεταξύ των δύο αυτών ομάδων (Σουνιτών και Σιιτών) προκαλεί σκληρή αντιπαλότητα και αιματοχυσίες.
Β. Το 765 με τον θάνατο του ιμάμη Τζαφάρ αλ Σαντίκ συνέβη μια ασυνέχεια στην κληρονομική διαδοχή που εν γένει δέχονταν οι Σιίτες από τη Φατιμά. Ο Ισμαήλ, πρωτότοκος γιος του Τζαφάρ αποκληρώθηκε και έτσι τον διαδέχθηκε ο μικρότερος γιος του ο Μουσά. Εκείνοι που ακολουθούν τη διαδοχή του Μουσά είναι ο κλάδος των Δωδεκαϊστών Σιιτών και ονομάζονται έτσι εξαιτίας της εξαφάνιση του 12ου σε διαδοχή ιμάμη που εξαφανίστηκε από τότε μέχρι και σήμερα και ο οποίος είναι ο «Αναμενόμενος Ιμάμης». Οι διαφορές των Δωδεκαϊστών με το σουνιτικό Ισλάμ με τα χρόνια εξαφανίστηκαν, με αποτέλεσμα από τον 16ο αιώνα και μετά οι Δώδεκα Ιμάμ(ηδες) να γίνουν η επίσημη θρησκεία του Ιράν.
Υπήρξε όμως και μια ομάδα που ακολούθησε τον πρωτότοκο γιο του Τζαφάρ τον Ισμαήλ ως διάδοχο του Προφήτη, παρόλο που είχε αποκληρωθεί. Αυτή η ομάδα ήταν οι επονομαζόμενοι Ισμαηλίτες, που έδρασαν με πλήρη μυστικότητα και σχημάτισαν μια σέκτα που ξεπέρασε κατά πολύ όλες τις άλλες ομάδες σε συνοχή, οργάνωση και σε διανοητική και συναισθηματική επιρροή των μελών της. Σε μια εποχή που το χάος κυριαρχούσε στις δεισιδαιμονικές δοξασίες των παλαιοτέρων αιρέσεων, οι Ισμαηλίτες έχοντας μέσα στους κόλπους τους διακεκριμένους θεολόγους και βαθιά καλλιεργημένους στοχαστές, εκπόνησαν ένα θρησκευτικό σύστημα υψηλού φιλοσοφικού επιπέδου, δημιούργησαν πλήθος φιλολογικών κειμένων που μόλις στα σύγχρονα χρόνια, μετά από αιώνες προκατειλημμένης δίωξης αλλά και μυστικότητας για λόγους αυτοπροστασίας, αρχίζει να φανερώνεται η αξία του και να αναγνωρίζεται.
Οι Ισμαηλίτες δεν έδειχναν λιγότερο σεβασμό στο Κοράνι και τις παραδόσεις από τους Σουνίτες και αυτό έλκυε τους ευσεβείς. Πρόσφεραν μια φιλοσοφική εξήγηση του σύμπαντος αντλώντας στοιχεία από αρχαίες πηγές, γεγονός που γοήτευε τους διανοούμενους. Η ονομασία τους εκτός από Ισμαηλίτες είναι και Επταδιστές και οφείλεται στην αξία που αποδίδουν στον αριθμό επτά γύρω από τον οποίο ήταν δομημένη όλη η κοσμοθεωρία τους (επτά εκπορεύσεις του Θεού, επτά προφήτες, κ.α).
Οι διδασκαλίες των Επταδιστών ήταν ριζοσπαστικές, χαρακτηρίζονταν από μυστικιστική προσέγγιση, με νεοπλατωνικές και γνωστικιστικές επιρροές, καθώς και από το Χριστιανισμό, τον Ιουδαϊσμό και τη βαβυλωνιακή αστρολογία. Πρέσβευαν ουσιαστικά την προσέγγιση του Κορανίου από την πλευρά της εσωτερικής φιλοσοφίας. Οι διδασκαλίες τους θεωρούνταν ανατρεπτικές για το θρησκευτικό, κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο του μουσουλμανικού κόσμου. Είχαν δικές τους μυστικές τελετές μύησης και διεξήγαγαν ανταρτοπόμεμο ειδικά εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων που ήταν Σουνίτες.
Προσέφεραν πίστη με ένθερμη ηθική ποιότητα που συγκινησιακά στηριζόταν στην εγκαρτέρηση, την αυτοθυσία, την εμπειρία των παθών και την επίτευξη της αλήθειας και αυτό απηχούσε σε όσους έψαχναν μια πνευματική διάσταση στην πίστη τους. Τέλος, σε εκείνους που ωθούνταν από κοινωνική δυσαρέσκεια, πρόσφεραν ένα καλά οργανωμένο πλατύ αντικαθεστωτικό κίνημα, που υποσχόταν την ανατροπή του κράτους αδικίας και την εγκαθίδρυση μιας νέας δίκαιης κοινωνίας.
Οι Επταδιστές – Ισμαηλίτες ίδρυσαν τη δυναστεία των Φατιμιδών (από το όνομα της Φατίμα της κόρης του προφήτη Μωάμεθ). Οι Φατιμίδες ως ηγετική δυναστεία αργότερα ήκμασαν σε Αίγυπτο, Συρία και Βόρεια Αφρική και ήταν φορείς πολιτισμού ιδρύοντας ένα από τα πρώτα πανεπιστήμια του κόσμου, το Αλ Ζαρ στο Κάιρο το 975.
Γ. Το 1094 Κ.Ε. μετά το θάνατό του ιμάμη αλ Μουστανσίρ οι Επταδιστές - Ισμαηλίτες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες αποτέλεσμα σχίσματος και που οφειλόταν εκ νέου στο ζήτημα διαδοχής. Οι περισσότεροι ακολούθησαν τον ένα γιο του θανόντα τον αλ Μουσταλί. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν τον άλλο του γιο τον Νιζάρ και αποδέχθηκαν το 1090 ως πνευματικό καθοδηγητή τον Χασάν Ι Σαμπάχ, που ήταν μαθητής του ποιητή και αστρονόμου Ομάρ Καγιάμ (συγγραφέα των Ρουμπαγιάτ). Αυτή η ομάδα ήταν οι Νιζαρί, Ισμαηλίτες της Συρίας, που αποκλήθηκαν μεταγενέστερα από τους Σταυροφόρους Ασσασίνοι.
Το όνομά τους σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες κατέστη συνώνυμο της δολοφονίας για πολιτικούς ή θρησκευτικούς λόγους (assassin, assassinate, assassination). Ωστόσο, για την ονομασία αυτή υπάρχουν διάφορες εκδοχές.
Σύμφωνα με θρύλους που διηγείται ο Μάρκο Πόλο οι Ασσασίνοι ελάμβαναν χασίς (hashish) για να αποκτούν θάρρος λίγο πριν τους ανατεθεί κάποιο τολμηρό εγχείρημα και το όνομά τους προέρχεται από τη λέξη «χασσασίν» (Hashishin=αυτοί που καταναλώνουν χασίς). Παρόλο που γενικά οι διηγήσεις του Μάρκο Πόλο θεωρούνται πως παρουσιάζουν αρκετά κενά, χρονολογικά και άλλα, αυτή θεωρείται και η επικρατέστερη ερμηνεία του ονόματός τους.
Εναλλακτικά το όνομά τους αποδίδεται στην αραβική λέξη «ασσασίν» που σημαίνει φύλακες, ενώ μια άλλη προσέγγιση θεωρεί ότι η ονομασία Ασσασίνοι σημαίνει οπαδοί του Χασάν (του ιδρυτή τους) κάτι που οι περισσότεροι ερευνητές αμφισβητούν. Μια άλλη ερμηνεία, που δεν έχει πολλούς υποστηρικτές, θεωρεί πως η ονομασία προέρχεται από το βουνό Τζαμπάλ Ασικίν, όπου βρισκόταν το πανίσχυρο φρούριο Μασγιάφ των Ασσασίνων της Συρίας.
Κάποιοι, Άραβες κυρίως, συγγραφείς συνδέουν την ονομασία με το αραβικό ρήμα «Hass» που σημαίνει θανατώνω, εξολοθρεύω.
Η Ιεραρχική Δομή των Ασσασίνων
Η μυστική σέκτα ή οργάνωση ή τάγμα των Ισμαηλιτών Ασσασίνων ιδρύθηκε στην Περσία και έδρασε κυρίως μεταξύ του 11ου και του 14ου αιώνα με κύρια κέντρα δράσης την Περσία και τη Συρία.
Ως ιδιαίτερο μυστικιστικό τάγμα μέσα στους κόλπους των Ισμαηλιτών οι Ασσασίνοι είχαν πολλές ομοιότητες με αντίστοιχα χριστιανικά ιπποτικά τάγματα της εποχής.
Υπάρχει η άποψη ότι πολλά από τα μυστικά των Ιπποτών του Ναού που κληρονόμησαν και τα μεταγενέστερα τεκτονικά, αποκρυφιστικά και μυστικιστικά τάγματα της Ευρώπης είχαν αρχικά αντληθεί από τις διδασκαλίες των Ασσασίνων. Και γενικά ότι υπήρχε ένα βαθύτερο κοινό ιδεολογικό υπόβαθρο ανάμεσα στους Ναΐτες και τους Ασσασίνους. Ήταν κάτοχοι μαθηματικών και φιλοσοφικών γνώσεων και διαφορετικών γλωσσών και οπωσδήποτε ασχολήθηκαν με τις μεταφυσικές επιστήμες, ενώ η παλιά απλοϊκή άποψη ότι ήταν απλώς μια εταιρεία δολοφόνων είναι επιφανειακή.
Οι μυστικές τους δοξασίες ήταν μεσσιανικές και αποκαλυπτικές. Πίστευαν ότι οι αρχηγοί τους, οι ιμάμ(ηδες) τους όπως φάνηκε και πιο πάνω ήταν απευθείας απόγονοι του Ισμαήλ ιμπν Τζαφάρ και, μέσω αυτού, του προφήτη Μωάμεθ από την κόρη του Φατίμα και το γαμπρό του Αλή. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους φορέα ελπίδας και σωτηρίας του κόσμου και ως θεματοφύλακες βαθύτατων, πανάρχαιων μυστηρίων που ο πιστός μπορούσε να κατακτήσει μόνο μετά από μακρά προετοιμασία και καθοδήγηση, την οποία σημάδευαν διαδοχικές μυήσεις.
Είχαν ένα αυστηρά δομημένο σύστημα όρκων και μυήσεων που τα μυστικά του φυλάσσονταν καλά, με συνέπεια οι πληροφορίες γύρω από αυτούς να είναι αποσπασματικές και συγκεχυμένες, μια και τα τυπικά αυτών των μυστηρίων ουδέποτε αποκαλύφθηκαν. Η κατήχηση των Ασσασίνων, σύμφωνα με το τυπικό που συνέγραψε ο ίδιος ο Χασάν, προέβλεπε επτά βαθμούς.
Στον πρώτο ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ συνιστούσε στον ιεραπόστολο να παρατηρεί προσεκτικά τις ιδιότητες του υποψήφιου πριν από την εισδοχή του στην ένωση.
Στο δεύτερο βαθμό επιβαλλόταν να εξασφαλίσει ο ιεραπόστολος την εμπιστοσύνη του υποψήφιου συμμεριζόμενος τις κλίσεις και τα πάθη του.
Στον τρίτο βαθμό ο νταής έπρεπε να ενσταλάξει την αμφιβολία στην ψυχή του υποψήφιου για κάποια σημεία του Κορανίου.
Στον τέταρτο βαθμό ο κατηχητής αποσπούσε την υπόσχεση του υποψήφιου ότι θα εκθέσει τις αμφιβολίες του στο δάσκαλο και ότι θα δώσει όρκο πίστης και υποταγής.
Στον πέμπτο βαθμό όφειλε να ανακοινώσει ο ιεραπόστολος στο μαθητή τα ονόματα των διάσημων αντρών του κράτους που ανήκαν στο Τάγμα.
Στον έκτο ο νταής έπρεπε να ελέγξει εάν ο μαθητής του έχει εμπεδώσει τις αποκτηθείσες γνώσεις.
Τέλος, στον έβδομο βαθμό γινόταν η «ανάπτυξη της αλληγορίας», δηλαδή η αποκάλυψη των μυστικών της ένωσης.
Οι επτά αυτοί βαθμοί οδηγούσαν το μαθητή από την τάξη του «υποψήφιου» σε αυτή του «αυτοθυσιαζόμενου» που περιφρονούσε τον κάματο, τα βασανιστήρια και τους κινδύνους και ήταν έτοιμος να προσφέρει τη ζωή του στον «Ηγεμόνα των Ορέων», είτε προς υπεράσπισή του είτε προς εκπλήρωση των εντολών του.
Ο «Γέρος του Βουνού»
Ιδρυτής των Ασσασίνων υπήρξε ο Χασάν Ι Σαμπάχ (ή Χασάν ιμπν Σαμπάχ) ο οποίος γεννήθηκε στην πόλη Κουμ της Περσίας το 1040. Σπούδασε στη γενέτειρά του Κουμ και στη Νισαπούρ, και συναναστράφηκε με σημαντικά πρόσωπα όπως ήταν ο ποιητής των τετράστιχων Ρουμπαγιάτ ο Ομάρ Καγιάμ και ο πάνσοφος Πέρσης πρωθυπουργός (μέγας βεζίρης) του σελτζουκικού σουλτανάτου της Βαγδάτης Νιζάμ αλ-Μουλκ, μεγάλος σοφός, λόγιος και φιλόσοφος της εποχής, ένας Μιχαήλ Ψελλός των Σελτζούκων.
Να επισημανθεί ότι αν και καταγόταν από οικογένεια Σιιτών Δωδεκαδιστών ασπάστηκε τις δοξασίες των Σιιτών Επταδιστών. Επηρεάστηκε έντονα από τον αιρεσιάρχη Ισμαήλ ιμπν Ιμάμ Ντζατέρ, ήταν αντικομφορμιστής και εισήγαγε πολλές καινοτόμες ιδέες και πρακτικές (όπως το να στρέφουν την πλάτη τους στη Μέκκα όταν προσεύχονται, να πίνουν κρασί, να τρώνε χοιρινό κ.α.), που ουσιαστικά συνιστούσαν μια επανάσταση στους παραδοσιακούς κώδικες συμπεριφοράς.
Ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ ήταν συγγραφέας θεολογικών και δογματικών έργων, έδωσε ο ίδιος το παράδειγμα του ασκητισμού και του αυστηρού τρόπου διαβίωσης, ενώ δεν δίστασε ακόμα και να εκτελέσει τους δύο γιους του για διεφθαρμένη συμπεριφορά δείχνοντας ότι η θρησκεία ήταν ιεραρχικά πάνω από κάθε άλλη αξία. Υπήρξε «νταής» ή «δαής» (=ιεραπόστολος) στη μεγάλη επιστημονική σχολή του Καΐρου, την περίφημη «Στοά της Σοφίας», έδρα τότε του Ισμαηλισμού. Εξαιτίας της δυναμικής του δράσης και παρουσίας αναγκάστηκε να επιστρέψει από την Αίγυπτο στην Περσία όπου εργάστηκε ως ιεροκήρυκας.
Καθώς οι οπαδοί πλήθαιναν άρχισε να υλοποιεί το σχέδιο του που ήταν η επικράτηση του κλάδου του στον ισλαμικό κόσμο. Χρειαζόταν λοιπόν μια ισχυρή βάση απόρθητη και ασφαλή που τη βρήκε στο περσικό φρούριο Αλαμούτ ή αλλιώς «Φωλιά των Αετών» στην περιοχή του Νταϋλάμ στις βόρειες επαρχίες της Περσίας που συνορεύουν με την Κασπία. Δέσποζε σε ένα στενό διάσελο στην κορυφή ενός ψηλού βράχου, μέσα στην καρδιά των βουνών Ελμπούρζ, σε υψόμετρο 2.000 μέτρων. Το όνομα του σημαίνει κυριολεκτικά «η διδασκαλία του αετού». Το κατέλαβε από τους Σουνίτες με τη βοήθεια των ίδιων των φρουρών του κάστρου που είχαν, εν τω μεταξύ, γίνει πιστοί οπαδοί του.
Η κατάκτηση αυτή του Χασάν ιμπν Σαμπάχ του επέτρεψε να επιβάλει μια ιδιότυπη κυριαρχία που έσπειρε τον τρόμο στους πολιτικούς και θρησκευτικούς του αντιπάλους. Ο Σαμπάχ, ο περίφημος «Γηραιός Άνθρωπος» ή «Γέρος του Βουνού» ή «Ηγεμόνας των Ορέων» (Sheik-al-Jebal), πάντα κατά την παράδοση, δεν κατέβηκε ποτέ από το ορεινό φρούριο μέχρι το θάνατό του, γράφοντας τα κείμενά του και ασχολούμενος με τη διοίκηση της επικράτειάς του.
Λίγα χρόνια μετά την εγκατάσταση στο Αλαμούτ, μια ομάδα Ασσασίνων κατευθύνθηκε προς τη Συρία, την οποία απειλούσαν σοβαρά πλέον οι Σουνίτες Σελτζούκοι. Εκεί δημιούργησαν πάνω στα όρη της κεντρικής κυρίως Συρίας μικρούς οχυρωμένους θύλακες –κατά το πρότυπο του Αλαμούτ– υπό τη διοίκηση του Ρασίντ αντ Ντιν Σινάν που ήταν ο ηγήτορας των Ασσασίνων της Συρίας και ο οποίος είχε τόσο μεγάλη δύναμη που εξασφάλισε την ανεξαρτησία του από τους Πέρσες Ασσασίνους. Να σημειωθεί ότι Ρασίντ αλ Ντιν Σινάν όπως και ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ, έφερε τον τίτλο - επονομασία του «Γέροντα του Βουνού». Το κέντρο των Ασσασίνων της Συρίας ήταν το κάστρο του Μασγιάφ το οποίο χαρακτηριζόταν, όπως και του Αλαμούτ ως «Φωλιά των Αετών». Ωστόσο, μετά το θάνατο του Σινάν, περί το 1192- 1194, οι Πέρσες Ασσασίνοι επανέκτησαν τον έλεγχό τους επάνω σε εκείνους της Συρίας.
Η δράση των Ασσασίνων της Συρίας εναντίον των Σελτζούκων είναι αυτή που έκανε γνωστό το Τάγμα μέσω των Σταυροφόρων και των διηγήσεων του Μάρκο Πόλο οι οποίες όμως θεωρούνται υπερβολικές και σε ένα βαθμό αναξιόπιστες.
Στα χρόνια των επτά διαδόχων ηγεμόνων του Χασάν έπεσαν θύματα των Ασσασίνων αρκετά δημόσια πρόσωπα της εποχής, όπως ο προαναφερθείς πάνσοφος Νιζάμ αλ-Μουλκ, κάποιοι αββασίδες χαλίφες της Βαγδάτης αλλά και επιφανείς Λατίνοι Σταυροφόροι όπως ο Ραϋμόνδος της Τρίπολης (το 1152) και ο Κορράδος του Μομφερράτου (το 1192). Όλοι ήσαν είτε θρησκευτικοί αντίπαλοι είτε αλλόθρησκοι που στήριξαν τους θρησκευτικούς αντιπάλους.
Μεταξύ Θρύλου και Πραγματικότητας
Συχνά τα όσα αναφέρονται για τους Ασσασίνους ακροβατούν μεταξύ θρύλου και πραγματικότητας και αυτό είναι αποτέλεσμα της μυστικότητάς τους αλλά και τους δέους που προκαλούσαν στο νου των ανθρώπων της εποχής κατά την οποία έδρασαν.
Όπως ανέφερε ο Μάρκο Πόλο στο σύγγραμμά του Il Milione *, ο ίδιος επισκέφθηκε το 1273 το Αλαμούτ όπου και έμαθε ιστορίες που αφορούσαν τους Ασσασίνους. Σύμφωνα με αυτές, ο Χασάν στρατολογούσε ακόμη και ανήλικα αγόρια που κάποια στιγμή τα νάρκωνε με χασίς. Όταν αυτά ξυπνούσαν βρίσκονταν σε μια κρυφή κοιλάδα (κατά τον Πόλο ήταν η κοιλάδα του Ελ Αλαμούτ), σε ένα παραδεισένιο σχεδόν εξωπραγματικό τοπίο με όλα τα αγαθά και τις πολυτέλειες που θα μπορούσαν να φανταστούν. Μετά από μερικές ημέρες τα νάρκωνε ξανά και όταν ξυπνούσαν, μακριά από την κοιλάδα πλέον, τότε τους έλεγε ότι είχαν ρίξει μια ματιά στον Παράδεισο και πως θα μπορούσαν να επιστρέψουν εκεί μόνο αν τον υπάκουαν τυφλά.
Οι Ασσασίνοι χρησιμοποίησαν οργανωμένα την πολιτική δολοφονία ή την προειδοποίηση, ως το κύριο μέσο τρομοκράτησης του αριθμητικά υπέρτερου εχθρού και επίτευξης των στόχων τους.
Ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ βρισκόταν σε σύγκρουση τόσο με τους Σουνίτες όσο και με τους Σελτζούκους, οι οποίοι εκείνη την εποχή διεύρυναν συνεχώς την κυριαρχία τους. Για να μπορέσει να τους αντιμετωπίσει, ο Σαμπάχ δημιούργησε μικρές ομάδες πιστών απόλυτα αφοσιωμένων, έτοιμων να διαπράξουν οποιαδήποτε δολοφονία, ακόμη και μαζική, προκειμένου να σπείρουν τον τρόμο στις τάξεις του εχθρού. Οι πιστοί αυτοί δεν υπολόγιζαν ούτε τη ζωή τους προκειμένου να επιτύχουν το στόχο τους, προσδοκώντας βέβαια την ανάλογη ανταμοιβή για τις ιερές πράξεις τους στον παράδεισο. Απώτερος στόχος αυτών των ενεργειών ήταν η εγκαθίδρυση της εξουσίας του «αληθινού ιμάμη» Νιζάρ και μετά το θάνατο αυτού, των διαδόχων του Νιζαριτών, στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι Ασσασίνοι.
Η εικόνα τους στη Δύση θεμελιώθηκε στη θρυλούμενη ικανότητά τους να σκοτώνουν. Η αποτελεσματικότητά τους και η αφοσίωσή τους στα ιδανικά και τον εκάστοτε ηγήτορά τους, δημιούργησε ποικίλους θρύλους αποδίδοντάς τους σχεδόν υπερφυσικές ικανότητες.
Οι Ασσασίνοι έμειναν στην ιστορία ως δολοφόνοι, αλλά σίγουρα δεν είναι οι πρώτοι που επινόησαν την πολιτική δολοφονία ούτε και οι τελευταίοι. Αυτό που τους έκανε θρυλικούς ήταν ο αυτοθυσιαστικός τρόπος της δολοφονίας που σχεδόν ποτέ δεν έδινε ελπίδα διαφυγής στον θύτη. Είχαν επομένως μια αφοσίωση στον σκοπό που την αισθάνονταν να επεκτείνεται πέρα από τα όρια της ζωής. Αυτό μαρτυρούσε μια πίστη που οδηγούσε σε πράξεις και δράσεις πέρα από όρια και ταμπού που κυρίως οι δυτικοί έθεταν για τον εαυτό τους.
Επιπλέον, αυτή η απόλυτη προσήλωσή στο στόχο, τους έκανε να μεταμορφώνονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα και να εμφανίζονται ως έμπιστοι σε οποιονδήποτε επέλεγαν διεισδύοντας παντού, σε κάθε χώρο όσο ασφαλής κι αν θεωρούνταν, αναμένοντας μια πιθανή διαταγή δολοφονίας.
Αυτή ήταν η προσφιλής μέθοδος των Ασσασίνων, να τοποθετούν τους επονομαζόμενους «κοιμωμένους» που ασκούσαν τα καθημερινά καθήκοντά τους σε πλήρη αρμονία με την αυλή κάποιου μουσουλμάνου ηγεμόνα και κανείς δεν τους υποψιαζόταν, ειδικά μετά από πολλά χρόνια συνεργασίας. Ανά πάσα στιγμή όμως μπορούσαν να λάβουν εντολή να δολοφονήσουν κάποιον. Ο δημόσιος φόνος σε αυτές τις περιπτώσεις θεωρείτο προτιμότερος διότι ενίσχυε το φόβο απέναντι στους Ασσασίνους.
Να σημειωθεί ότι τα θύματά τους ανήκαν κυρίως στο σουνιτικό κατεστημένο, είτε αραβικό είτε περσικό είτε ακόμη και σελτζουκικό, και ήταν ηγεμόνες, ιεροδικαστές, θρησκευτικοί αξιωματούχοι κ.ά. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για επιθέσεις εναντίον Χριστιανών, Εβραίων ή ακόμα και εναντίον άλλων Σιιτών. Κάποιες σποραδικές επιθέσεις εναντίον Σταυροφόρων πρέπει να αποδοθούν σε μυστικές συμφωνίες του Τάγματος με ομάδες Σταυροφόρων που ήθελαν να εξολοθρεύσουν αντιπάλους τους. Ήταν δηλαδή παράπλευρα έργα από τον κεντρικό τους στόχο. Υπάρχουν επίσης πηγές που δείχνουν πως μία από τις συμφωνίες των Ασσασίνων ήταν να πληρώνουν ένα σεβαστό ποσό στους Ιππότες του Ναού προκειμένου οι τελευταίοι να μην εμποδίζουν τη δράση τους.
Με άλλα λόγια, οι Ασσασίνοι ήταν το φόβητρο ειδικά για τις αντίπαλες, ιδεολογικά, σέκτες εντός του ισλαμικού κόσμου και όχι για τους Χριστιανούς (όπως συνήθως πιστεύεται) με τους οποίους σε πολλές περιπτώσεις διατηρούσαν αρμονικές σχέσεις. Ειδικά οι Ασσασίνοι της Συρίας συνεργάζονταν με τους Ιππότες του Ναού. Αξίζει να επισημανθεί πως η ιεραρχική δομή των Ασσασίνων και των Ιπποτών του Ναού ήταν παρεμφερής, ενώ σε βαθύτερο επίπεδο υπονοείται και ιδεολογική σύγκλιση. Υπήρχε ο Μεγάλος Αρχηγός, οι υπαρχηγοί και οι μισθοφόροι. Επίσης, οι (ραγίκ) και οι δόκιμοι(λασίκ).
Οι ίδιοι δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους δολοφόνους με τη σημερινή έννοια του όρου, αλλά θεωρούσαν θεμιτή μια τέτοια τακτική και σε αρμονία με την ιδεολογία τους. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται η ιστορική δράση κάθε ιστορικής ομάδας στο πλαίσιο των δεδομένων και της ηθικής της εποχής που δρα και όχι με κριτήρια που ταιριάζουν στην σημερινή εποχή.
Οι Ασσασίνοι της Συρίας, υπό την πανίσχυρη ηγεσία του Ρασίντ αλ Ντιν Σινάν, επιχείρησαν επανειλημμένα να δολοφονήσουν τον αντίπαλο και μεγάλο Κούρδο Σουνίτη πολέμαρχο Σαλαντίν. Αυτός τελικά τους πολιόρκησε το 1176 στο φρούριο τους στο Μασγιάφ. Ωστόσο, για αδιευκρίνιστους λόγους έλυσε ξαφνικά την πολιορκία και από τότε δεν τους ξαναενόχλησε. Γύρω από το γιατί αποχώρησε ο Σαλαντίν υπάρχουν διάφοροι θρύλοι αλλά όχι ιστορικές αποδείξεις.
Ένας τέτοιος θρύλος μιλά για μια συνάντηση των δύο ηγετών (Σαλαντίν και Σινάν) όπου ο Σινάν αποκάλυψε ότι καθοδηγούσε τους πλέον έμπιστους άνδρες και φρουρούς του Σαλαντίν (οι οποίοι δρούσαν ως «κοιμώμενοι»), αποδεικνύοντας του έμπρακτα ότι μπορούσε να σκοτώσει ανά πάσα στιγμή τόσο τον ίδιο όσο και την οικογένειά του.
Ένας παρεμφερής θρύλος αναφέρει ότι ο Σινάν επισκέφθηκε κρυφά τη σκηνή του Σαλαντίν και άφησε ισμαηλιτικά γλυκίσματα, ένα δηλητηριασμένο μαχαίρι και ένα απειλητικό μήνυμα. Η όλη ιστορία για αυτή την επίσκεψη του Σινάν εστιάζεται σε ορισμένα σχεδόν υπερφυσικά γεγονότα γύρω από τον Σινάν και τον τρόπο που έδρασε. Λέγεται πως τότε ήταν που αποφάσισε ο Σαλαντίν να κλείσει ειρήνη με τους Ασσασίνους.
Η δράση των Περσών Ασσασίνων τερματίστηκε στην Περσία το 1256, όταν το Αλαμούτ καταστράφηκε από τους Μογγόλους και οι Ισμαηλίτες σκορπίστηκαν στην Περσία, το Αφγανιστάν και το Τουρκμενιστάν, έχοντας πάντα όμως δικό τους ιμάμη συνεχιστή του Ισμαήλ (γιος του έκτου ιμάμη μετά τον Άλη, γαμπρού του Προφήτη, Τζαφάρ αλ Σαντίκ) και των διαδόχων του.
Αντίστοιχα, λίγα χρόνια μετά, το 1273 τα κάστρα των οι Ασσασίνων της Συρίας αλώθηκαν από το Μαμελούκο σουλτάνο της Αιγύπτου Μπαϊμπάρς οπότε η αυτόνομη δράση τους τερματίστηκε και άρχισε η περίοδος κατά την οποία παρείχαν τις δολοφονικές τους υπηρεσίες στον Αιγύπτιο σουλτάνο («τα βέλη με τα οποία ο σουλτάνος πιάνει τους εχθρούς του»), ενώ το 14ο αιώνα δεν αποτελούσαν πλέον παρά μια μικρή ομάδα αιρετικών του Ισλάμ.
Επιβίωσαν μεμονωμένες ομάδες Ασσασίνων στην Ευρώπη για κάποιο καιρό μετά αλλά κι αυτές σιγά - σιγά έσβησαν. Μια πρόσκαιρη επανεμφάνισή τους στο προσκήνιο γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν χωρίς σημασία και σίγουρα δεν είχε καμιά σχέση με την ακμή του παρελθόντος τους αφού πλέον οι ιστορικές συνθήκες είχαν αλλάξει τόσο πολύ που δεν είχαν αντικείμενο οι τρόποι δράσης που χρησιμοποιούσαν οι Ασσασίνοι.
Το 1818 ο επικεφαλής της αίρεσης είχε διοριστεί κυβερνήτης του Μαχαλλάτ και της Κουμ από τον τότε σάχη της Περσίας και μάλιστα ο σάχης τού έδωσε τον τίτλο του Αγά Χαν. Με αυτόν τον τίτλο είναι γνωστοί αυτός και οι απόγονοί του. Σήμερα, οι Ισμαηλίτες αποδέχονται ως ιμάμη τους τον πασίγνωστο για τη φιλανθρωπική του δράση Σαντρουντίν Αγά Χαν.
Στην εποχή μας υπάρχει μια σέκτα Σιιτών του Ισλάμ που φέρει την ονομασία Νιζαρί, η οποία προέρχεται από τους Ασσασίνους, αλλά δε σχετίζεται με τις πρακτικές τους και τη δράση τους σε προγενέστερους αιώνες. Οι Ασσασίνοι μπορεί να αποτραβήχτηκαν από το ιστορικό προσκήνιο και η δράση τους να εξασθένησε σταδιακά, αλλά ο ρόλος και η ιστορική σημασία των Ισμαηλιτών μέσα στο Ισλάμ πάντα παραμένει ένα ζωντανό κύτταρό του ιστορικά και ιδεολογικά.
* Οι Ασσασίνοι στις αφηγήσεις του Μάρκο Πόλο (Απόσπασμα απο: Μπερναρντ Λιουις, Οι Ασσασινοι)
Ο Μάρκο Πόλο πέρασε από την Περσία στα 1273 και περιγράφει το φρούριο και την κοιλάδα του Αλαμούτ, που υπήρξαν για μεγάλο διάστημα η έδρα της αίρεσης.
“Ο Γέρος ονομαζόταν στη γλώσσα τους Αλοαντίν. Αυτός είχε βάλει να κλείσουν μια κοιλάδα ανάμεσα σε δύο βουνά, μεταμορφώνοντάς της σε κήπο, τον πιο όμορφο και πιο μεγάλο που είδε ποτέ μάτι, και τον είχε γεμίσει με κάθε λογής φρούτα. Είχε χτίσει επίσης εκεί μέσα τα ομορφότερα παλάτια και τις πιο λαμπρές επαύλεις που μπορεί κανείς να φανταστεί, καλυμμένα όλα με χρυσάφι και πλουμιστές ζωγραφιές. Υπήρχαν ακόμη ρυάκια όπου κύλαγε άφθονο κρασί και γάλα και μέλι και νερό. Και πολλές γυναίκες και από τις πιο όμορφες κοπέλες του κόσμου, που έπαιζαν όλων των ειδών τα όργανα και τις μουσικές, χόρευαν και τραγουδούσαν τόσο γλυκά κι ωραία, που ήταν χάρμα να τις βλέπεις. Γιατί σκοπός του Γέροντα ήταν να κάνει τους πιστούς του να παραδεχτούν πως τούτος εδώ ήταν ο αληθινός Παράδεισος. Τον είχε φτιάξει λοιπόν σύμφωνα με την περιγραφή που έδωσε ο Μωάμεθ για τον Παράδεισο του, δηλαδή σαν έναν όμορφο κήπο με αυλάκια από όπου τρέχει άφθονο κρασί, γάλα, μέλι και νερό, και γεμάτο πανέμορφες γυναίκες για την απόλαυση όλων των κατοίκων του. Γι' αυτό και οι Σαρακηνοί σ' αυτά τα μέρη πίστευαν πως αυτός ήταν ο αληθινός Παράδεισος!
“Κανέναν δεν άφηνε να μπει στον Κήπο του εξόν από εκείνους που τους προόριζε γιαΑσσισίν του. Στην είσοδο του Κήπου υπήρχε ένα κάστρο αρκετά ισχυρό να αντισταθεί στις επιδρομές όλου του κόσμου και δεν υπήρχε άλλος δρόμος για να μπεις μέσα. Στην αυλή του κρατούσε κάμποσους από τους νέους της χώρας, από δώδεκα μέχρι είκοσι χρονών, απ' αυτούς που έδειχναν πως θα γίνουν καλοί στρατιώτες. Τους αφηγιόταν ιστορίες για τον Παράδεισο, όπως έκανε κι ο Μωάμεθ, κι αυτοί τον πίστευαν όπως οι Σαρακηνοί πιστεύουν τον Μωάμεθ. Κατόπιν τους έμπαζε στον κήπο του, πότε τέσσερις μαζί, πότε έξι, αλλά και δέκα καμιά φορά, αφού πρώτα τους έβαζε και τους σήκωναν και τους κουβαλούσαν μέσα. Έτσι μόλις ξυπνούσαν βρήσκονταν στον Κήπο.
“Όταν λοιπόν ξυπνούσαν και βρίσκονταν σε ένα μέρος τόσο θεσπέσιο, πίστευαν πως ήταν ο αληθινός Παράδεισος. Κι οι γυναίκες και τα κοριτσόπουλα ερωτοτροπούσαν ελεύθερα μαζί τους κι ευφραίνονταν οι καρδιές τους. Είχαν ό,τι ψάχνει να βρει ένας νέος και δεν θα έφευγαν ποτέ με τη θέλησή τους από εκείνο το μέρος.
“Στο μεταξύ ο άρχοντας αυτός που λέμε Γέροντα έδινε στην Αυλή του μεγαλοπρέπεια, κάνοντας εκείνους τους απλούς βουνίσιους που τον περιστοίχιζαν να πιστεύουν ακράδαντα πως αυτός ήταν μεγάλος προφήτης. Κι όταν ήθελε να στείλει κάποιον Ασσισίν του για μια αποστολή, έβαζε να δώσουν από κείνο το ποτό για το οποίο μίλησα πρωτύτερα σε ένα από τα παλικάρια και μετά το κουβαλούσαν μέσα στο παλάτι του. Όταν λοιπόν ο νέος ξυπνούσε, έβλεπε ότι βρισκόταν όχι πια στον παράδεισο αλλά μέσα στο κάστρο και μάλλον δεν χαιρόταν γι'αυτό. Κατόπιν τον οδηγούσαν μπροστά στο Γέροντα και το παληκάρι γονάτιζε και τον επροσκυνούσε με μεγάλο σεβασμό, αφού πίστευε πως βρισκόταν μπροστά σ' έναν αληθινό προφήτη. Τότε ο άρχοντας τον ρωτούσε από που ερχόταν κι αυτός φυσικά αποκρινόταν πως ερχόταν από τον παράδεισο! Και πως ήταν όπως ακριβώς τον περιγράφει ο Μωάμεθ στις Γραφές. Οι άλλοι που βρίσκονταν εκεί και δεν είχαν γίνει ακόμη δεκτοί, ακούγοντάς τον, επιθυμούσαν πολύ να πάνε εκεί πέρα.
“Σαν ήθελε λοιπόν ο Γέρος να σκοτώσει κάποιον άρχοντα, έλεγε σ' έναν τέτοιο νέο: “Πήγαινε να σκοτώσεις τον τάδε κι όταν γυρίσεις θα σε πάρουν οι άγγελοί μου και θα σε βάλουν στον παράδεισο. Κι αν τύχει και πεθάνεις, εγώ θα στείλω πάλι τους αγγέλους μου να σε φέρουν ξανά στον παράδεισο”. Κι εκείνοι τον πίστευαν και δεν υπήρχε διαταγή που θα τους έδινε και δε θα την εκτελούσαν αψηφώντας κάθε κίνδυνο – τόσο μεγάλος ήταν ο πόθος τους να ξαναγυρίσουν στον παράδεισό του. Με τον τρόπο αυτό ο Γέροντας έβαζε τους ανθρώπους του να δολοφονούν όποιον ήθελε να βγάλει από τη μέση. Ήταν δε τέτοιος ο φόβος που ενέπνεε, που όλοι οι άρχοντες ήθελαν να τα 'χουν καλά μαζί του κι έτσι κατάντησαν υποτελείς του.
“Θα πρέπει ακόμα να σας ειπώ ότι ο Γέρος αυτός είχε και κάποιους άλλους κοντά του, που αντέγραφαν τις ταχτικές του κι ενεργούσαν κατόπιν ίδιο μ' αυτόν. Έναν από αυτούς τον έστειλε αργότερα στην περιοχή της Δαμασκού κι έναν άλλο στο Κουρδιστάν”.
Πηγές:
Η Προέλευση των Ασσασίνων
Το Τάγμα των Ασσασίνων αναδύθηκε ως αποτέλεσμα ζυμώσεων εντός του μουσουλμανικού κόσμου και ποικίλων τάσεων που εμφανίστηκαν και οδήγησαν σε θρησκευτικές –φιλοσοφικές διαφοροποιήσεις, αλλά και σε διασπάσεις.
Α. Η πρώτη μεγάλη έριδα ξεκίνησε με το θάνατο του Μωάμεθ το 632 και τη σκληρή διαμάχη για τη διαδοχή, που παρόλες τις διαπραγματεύσεις κατάληξε σε σχίσμα.
Συγκεκριμένα, ένα τμήμα του μουσουλμανικού κόσμου αποδέχτηκε ως ηγέτες τούς χαλίφες -δηλαδή τους αντικαταστάτες του Προφήτη- της Βαγδάτης με πρώτο χαλίφη τον Άμπου Μπακρ. Αυτοί είναι οι Σουνίτες, ή «ορθόδοξοι» μουσουλμάνοι που θεωρούσαν ότι η διαδοχή έπρεπε να έχει περισσότερο πνευματικό και όχι κληρονομικό χαρακτήρα και σχετίζονταν κυρίως με την αραβική αριστοκρατία.
Όμως, μια άλλη μερίδα επιδίωκε η διαδοχή να είναι κληρονομική οπότε θεωρούσε ως πλέον κατάλληλο τον Αλή, εξάδελφο και γαμπρό του Προφήτη. Η ομάδα αυτή έγινε γνωστή ως Σχία του Αλή (έτσι τους ονομάζουμε Σχιίτες, γνωστότερους ως Σιίτες) και δεχόταν ως ηγέτες τους απογόνους της Φατίμα, της κόρης του Μωάμεθ.
Ενώ στην αρχή η ομάδα των Σιιτών δεν ήταν παρά μια φατρία που υποστήριζε απλώς ένα διαφορετικό σχήμα διαδοχής, σιγά-σιγά απέκτησε βαθύτερο θρησκευτικό περιεχόμενο, θεωρώντας ότι το Ισλάμ είχε ξεφύγει από τον αρχικό στόχο που ήταν να σχηματίσει τη δίκαιη κοινωνία, το θεμελιώδες όραμα του Προφήτη.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, η εξάπλωση του Ισλαμισμού μέσω προσηλυτισμού έφερε στους κόλπους του Ισλάμ ένα μεγάλο αριθμό πιστών με ετερόκλητη προέλευση, οι οποίοι «κουβαλούσαν» μαζί τους ένα υπόβαθρο ιδεών χριστιανικής, ιουδαϊκής και ιρανικής προέλευσης. Όλα αυτά τα πλήθη ανθρώπων προέρχονταν συνήθως από χαμηλά κοινωνικά στρώματα και προσχωρούσαν στην πίστη του Ισλάμ κυρίως επηρεασμένοι από το όραμα της δίκαιης κοινωνίας. Έτσι βρέθηκαν κάτω από την εξουσία της αραβικής αριστοκρατίας που είχε στενή σχέση με το χαλιφάτο. Όμως, η φυσική τάση του πλήθους αυτού που αποτελούνταν από καταπιεσμένους ανθρώπους ήταν η αμφισβήτηση κάθε νομιμότητας της καθεστηκυίας τάξης. Έτσι αρκετοί προσχώρησαν στην ομάδα των Σιιτών που με αυτόν τον τρόπο απέκτησε πλήθος οπαδών.
Τον πρώτο καιρό οι σιιτικές οργανώσεις βρίσκονταν υπό το καθεστώς διαρκών μεταβολών, καθώς δεν υπήρχε, ακόμη, ένας σκληρός πυρήνας ικανός να διαμορφώσει ένα ισχυρό δόγμα. Έτσι, τόσο το δόγμα όσο και οι οργανώσεις διανθίζονταν από επιρροές είτε τοπικού χαρακτήρα από τις εκάστοτε λατρείες που παρέμεναν ζωντανές σε διάφορες περιοχές, είτε από την επιρροή ισχυρών προσωπικοτήτων, αλλά και από επιρροές αιρέσεων, φιλοσοφικών ρευμάτων ή ρευμάτων της εσωτερικής φιλοσοφίας όπως οι Γνωστικοί, ο Μανιχαϊσμός κλπ. Ένα κοινό στοιχείο όμως έδενε όλες αυτές τις παραλλαγές: Η ανατροπή της υπάρχουσας τάξης και η ενθρόνιση του δικού τους ιμάμη. Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι για τον Ισλαμισμό, το όραμα του δίκαιου κόσμου δεν μπορεί να επιτευχθεί με διαχωρισμό της κρατικής από τη θρησκευτική εξουσία. Το κοινωνικό όραμα πηγάζει από το ίδιο το θρησκευτικό δόγμα. Έτσι, μόνο οι θρησκευτικοί ηγέτες έχουν τη γνώση και την πόλωση στο όραμα του Προφήτη, οπότε μόνο αυτοί μπορούν και πρέπει να έχουν στα χέρια τους την διακυβέρνηση ώστε να επιτευχθεί επίγεια ο δίκαιος κόσμος.
Ακόμα και στις μέρες μας η διχόνοια μεταξύ των δύο αυτών ομάδων (Σουνιτών και Σιιτών) προκαλεί σκληρή αντιπαλότητα και αιματοχυσίες.
Β. Το 765 με τον θάνατο του ιμάμη Τζαφάρ αλ Σαντίκ συνέβη μια ασυνέχεια στην κληρονομική διαδοχή που εν γένει δέχονταν οι Σιίτες από τη Φατιμά. Ο Ισμαήλ, πρωτότοκος γιος του Τζαφάρ αποκληρώθηκε και έτσι τον διαδέχθηκε ο μικρότερος γιος του ο Μουσά. Εκείνοι που ακολουθούν τη διαδοχή του Μουσά είναι ο κλάδος των Δωδεκαϊστών Σιιτών και ονομάζονται έτσι εξαιτίας της εξαφάνιση του 12ου σε διαδοχή ιμάμη που εξαφανίστηκε από τότε μέχρι και σήμερα και ο οποίος είναι ο «Αναμενόμενος Ιμάμης». Οι διαφορές των Δωδεκαϊστών με το σουνιτικό Ισλάμ με τα χρόνια εξαφανίστηκαν, με αποτέλεσμα από τον 16ο αιώνα και μετά οι Δώδεκα Ιμάμ(ηδες) να γίνουν η επίσημη θρησκεία του Ιράν.
Υπήρξε όμως και μια ομάδα που ακολούθησε τον πρωτότοκο γιο του Τζαφάρ τον Ισμαήλ ως διάδοχο του Προφήτη, παρόλο που είχε αποκληρωθεί. Αυτή η ομάδα ήταν οι επονομαζόμενοι Ισμαηλίτες, που έδρασαν με πλήρη μυστικότητα και σχημάτισαν μια σέκτα που ξεπέρασε κατά πολύ όλες τις άλλες ομάδες σε συνοχή, οργάνωση και σε διανοητική και συναισθηματική επιρροή των μελών της. Σε μια εποχή που το χάος κυριαρχούσε στις δεισιδαιμονικές δοξασίες των παλαιοτέρων αιρέσεων, οι Ισμαηλίτες έχοντας μέσα στους κόλπους τους διακεκριμένους θεολόγους και βαθιά καλλιεργημένους στοχαστές, εκπόνησαν ένα θρησκευτικό σύστημα υψηλού φιλοσοφικού επιπέδου, δημιούργησαν πλήθος φιλολογικών κειμένων που μόλις στα σύγχρονα χρόνια, μετά από αιώνες προκατειλημμένης δίωξης αλλά και μυστικότητας για λόγους αυτοπροστασίας, αρχίζει να φανερώνεται η αξία του και να αναγνωρίζεται.
Οι Ισμαηλίτες δεν έδειχναν λιγότερο σεβασμό στο Κοράνι και τις παραδόσεις από τους Σουνίτες και αυτό έλκυε τους ευσεβείς. Πρόσφεραν μια φιλοσοφική εξήγηση του σύμπαντος αντλώντας στοιχεία από αρχαίες πηγές, γεγονός που γοήτευε τους διανοούμενους. Η ονομασία τους εκτός από Ισμαηλίτες είναι και Επταδιστές και οφείλεται στην αξία που αποδίδουν στον αριθμό επτά γύρω από τον οποίο ήταν δομημένη όλη η κοσμοθεωρία τους (επτά εκπορεύσεις του Θεού, επτά προφήτες, κ.α).
Οι διδασκαλίες των Επταδιστών ήταν ριζοσπαστικές, χαρακτηρίζονταν από μυστικιστική προσέγγιση, με νεοπλατωνικές και γνωστικιστικές επιρροές, καθώς και από το Χριστιανισμό, τον Ιουδαϊσμό και τη βαβυλωνιακή αστρολογία. Πρέσβευαν ουσιαστικά την προσέγγιση του Κορανίου από την πλευρά της εσωτερικής φιλοσοφίας. Οι διδασκαλίες τους θεωρούνταν ανατρεπτικές για το θρησκευτικό, κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο του μουσουλμανικού κόσμου. Είχαν δικές τους μυστικές τελετές μύησης και διεξήγαγαν ανταρτοπόμεμο ειδικά εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων που ήταν Σουνίτες.
Προσέφεραν πίστη με ένθερμη ηθική ποιότητα που συγκινησιακά στηριζόταν στην εγκαρτέρηση, την αυτοθυσία, την εμπειρία των παθών και την επίτευξη της αλήθειας και αυτό απηχούσε σε όσους έψαχναν μια πνευματική διάσταση στην πίστη τους. Τέλος, σε εκείνους που ωθούνταν από κοινωνική δυσαρέσκεια, πρόσφεραν ένα καλά οργανωμένο πλατύ αντικαθεστωτικό κίνημα, που υποσχόταν την ανατροπή του κράτους αδικίας και την εγκαθίδρυση μιας νέας δίκαιης κοινωνίας.
Οι Επταδιστές – Ισμαηλίτες ίδρυσαν τη δυναστεία των Φατιμιδών (από το όνομα της Φατίμα της κόρης του προφήτη Μωάμεθ). Οι Φατιμίδες ως ηγετική δυναστεία αργότερα ήκμασαν σε Αίγυπτο, Συρία και Βόρεια Αφρική και ήταν φορείς πολιτισμού ιδρύοντας ένα από τα πρώτα πανεπιστήμια του κόσμου, το Αλ Ζαρ στο Κάιρο το 975.
Γ. Το 1094 Κ.Ε. μετά το θάνατό του ιμάμη αλ Μουστανσίρ οι Επταδιστές - Ισμαηλίτες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες αποτέλεσμα σχίσματος και που οφειλόταν εκ νέου στο ζήτημα διαδοχής. Οι περισσότεροι ακολούθησαν τον ένα γιο του θανόντα τον αλ Μουσταλί. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν τον άλλο του γιο τον Νιζάρ και αποδέχθηκαν το 1090 ως πνευματικό καθοδηγητή τον Χασάν Ι Σαμπάχ, που ήταν μαθητής του ποιητή και αστρονόμου Ομάρ Καγιάμ (συγγραφέα των Ρουμπαγιάτ). Αυτή η ομάδα ήταν οι Νιζαρί, Ισμαηλίτες της Συρίας, που αποκλήθηκαν μεταγενέστερα από τους Σταυροφόρους Ασσασίνοι.
Το όνομά τους σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες κατέστη συνώνυμο της δολοφονίας για πολιτικούς ή θρησκευτικούς λόγους (assassin, assassinate, assassination). Ωστόσο, για την ονομασία αυτή υπάρχουν διάφορες εκδοχές.
Σύμφωνα με θρύλους που διηγείται ο Μάρκο Πόλο οι Ασσασίνοι ελάμβαναν χασίς (hashish) για να αποκτούν θάρρος λίγο πριν τους ανατεθεί κάποιο τολμηρό εγχείρημα και το όνομά τους προέρχεται από τη λέξη «χασσασίν» (Hashishin=αυτοί που καταναλώνουν χασίς). Παρόλο που γενικά οι διηγήσεις του Μάρκο Πόλο θεωρούνται πως παρουσιάζουν αρκετά κενά, χρονολογικά και άλλα, αυτή θεωρείται και η επικρατέστερη ερμηνεία του ονόματός τους.
Αριστερά ο Χασάν Ι Σαμπάχ και δεξιά o Ρασίντ αντ Ντιν Σινάν. |
Κάποιοι, Άραβες κυρίως, συγγραφείς συνδέουν την ονομασία με το αραβικό ρήμα «Hass» που σημαίνει θανατώνω, εξολοθρεύω.
Η Ιεραρχική Δομή των Ασσασίνων
Η μυστική σέκτα ή οργάνωση ή τάγμα των Ισμαηλιτών Ασσασίνων ιδρύθηκε στην Περσία και έδρασε κυρίως μεταξύ του 11ου και του 14ου αιώνα με κύρια κέντρα δράσης την Περσία και τη Συρία.
Ως ιδιαίτερο μυστικιστικό τάγμα μέσα στους κόλπους των Ισμαηλιτών οι Ασσασίνοι είχαν πολλές ομοιότητες με αντίστοιχα χριστιανικά ιπποτικά τάγματα της εποχής.
Υπάρχει η άποψη ότι πολλά από τα μυστικά των Ιπποτών του Ναού που κληρονόμησαν και τα μεταγενέστερα τεκτονικά, αποκρυφιστικά και μυστικιστικά τάγματα της Ευρώπης είχαν αρχικά αντληθεί από τις διδασκαλίες των Ασσασίνων. Και γενικά ότι υπήρχε ένα βαθύτερο κοινό ιδεολογικό υπόβαθρο ανάμεσα στους Ναΐτες και τους Ασσασίνους. Ήταν κάτοχοι μαθηματικών και φιλοσοφικών γνώσεων και διαφορετικών γλωσσών και οπωσδήποτε ασχολήθηκαν με τις μεταφυσικές επιστήμες, ενώ η παλιά απλοϊκή άποψη ότι ήταν απλώς μια εταιρεία δολοφόνων είναι επιφανειακή.
Οι μυστικές τους δοξασίες ήταν μεσσιανικές και αποκαλυπτικές. Πίστευαν ότι οι αρχηγοί τους, οι ιμάμ(ηδες) τους όπως φάνηκε και πιο πάνω ήταν απευθείας απόγονοι του Ισμαήλ ιμπν Τζαφάρ και, μέσω αυτού, του προφήτη Μωάμεθ από την κόρη του Φατίμα και το γαμπρό του Αλή. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους φορέα ελπίδας και σωτηρίας του κόσμου και ως θεματοφύλακες βαθύτατων, πανάρχαιων μυστηρίων που ο πιστός μπορούσε να κατακτήσει μόνο μετά από μακρά προετοιμασία και καθοδήγηση, την οποία σημάδευαν διαδοχικές μυήσεις.
Είχαν ένα αυστηρά δομημένο σύστημα όρκων και μυήσεων που τα μυστικά του φυλάσσονταν καλά, με συνέπεια οι πληροφορίες γύρω από αυτούς να είναι αποσπασματικές και συγκεχυμένες, μια και τα τυπικά αυτών των μυστηρίων ουδέποτε αποκαλύφθηκαν. Η κατήχηση των Ασσασίνων, σύμφωνα με το τυπικό που συνέγραψε ο ίδιος ο Χασάν, προέβλεπε επτά βαθμούς.
Στον πρώτο ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ συνιστούσε στον ιεραπόστολο να παρατηρεί προσεκτικά τις ιδιότητες του υποψήφιου πριν από την εισδοχή του στην ένωση.
Στο δεύτερο βαθμό επιβαλλόταν να εξασφαλίσει ο ιεραπόστολος την εμπιστοσύνη του υποψήφιου συμμεριζόμενος τις κλίσεις και τα πάθη του.
Στον τρίτο βαθμό ο νταής έπρεπε να ενσταλάξει την αμφιβολία στην ψυχή του υποψήφιου για κάποια σημεία του Κορανίου.
Στον τέταρτο βαθμό ο κατηχητής αποσπούσε την υπόσχεση του υποψήφιου ότι θα εκθέσει τις αμφιβολίες του στο δάσκαλο και ότι θα δώσει όρκο πίστης και υποταγής.
Στον πέμπτο βαθμό όφειλε να ανακοινώσει ο ιεραπόστολος στο μαθητή τα ονόματα των διάσημων αντρών του κράτους που ανήκαν στο Τάγμα.
Στον έκτο ο νταής έπρεπε να ελέγξει εάν ο μαθητής του έχει εμπεδώσει τις αποκτηθείσες γνώσεις.
Τέλος, στον έβδομο βαθμό γινόταν η «ανάπτυξη της αλληγορίας», δηλαδή η αποκάλυψη των μυστικών της ένωσης.
Οι επτά αυτοί βαθμοί οδηγούσαν το μαθητή από την τάξη του «υποψήφιου» σε αυτή του «αυτοθυσιαζόμενου» που περιφρονούσε τον κάματο, τα βασανιστήρια και τους κινδύνους και ήταν έτοιμος να προσφέρει τη ζωή του στον «Ηγεμόνα των Ορέων», είτε προς υπεράσπισή του είτε προς εκπλήρωση των εντολών του.
Ο «Γέρος του Βουνού»
Ιδρυτής των Ασσασίνων υπήρξε ο Χασάν Ι Σαμπάχ (ή Χασάν ιμπν Σαμπάχ) ο οποίος γεννήθηκε στην πόλη Κουμ της Περσίας το 1040. Σπούδασε στη γενέτειρά του Κουμ και στη Νισαπούρ, και συναναστράφηκε με σημαντικά πρόσωπα όπως ήταν ο ποιητής των τετράστιχων Ρουμπαγιάτ ο Ομάρ Καγιάμ και ο πάνσοφος Πέρσης πρωθυπουργός (μέγας βεζίρης) του σελτζουκικού σουλτανάτου της Βαγδάτης Νιζάμ αλ-Μουλκ, μεγάλος σοφός, λόγιος και φιλόσοφος της εποχής, ένας Μιχαήλ Ψελλός των Σελτζούκων.
Να επισημανθεί ότι αν και καταγόταν από οικογένεια Σιιτών Δωδεκαδιστών ασπάστηκε τις δοξασίες των Σιιτών Επταδιστών. Επηρεάστηκε έντονα από τον αιρεσιάρχη Ισμαήλ ιμπν Ιμάμ Ντζατέρ, ήταν αντικομφορμιστής και εισήγαγε πολλές καινοτόμες ιδέες και πρακτικές (όπως το να στρέφουν την πλάτη τους στη Μέκκα όταν προσεύχονται, να πίνουν κρασί, να τρώνε χοιρινό κ.α.), που ουσιαστικά συνιστούσαν μια επανάσταση στους παραδοσιακούς κώδικες συμπεριφοράς.
Ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ ήταν συγγραφέας θεολογικών και δογματικών έργων, έδωσε ο ίδιος το παράδειγμα του ασκητισμού και του αυστηρού τρόπου διαβίωσης, ενώ δεν δίστασε ακόμα και να εκτελέσει τους δύο γιους του για διεφθαρμένη συμπεριφορά δείχνοντας ότι η θρησκεία ήταν ιεραρχικά πάνω από κάθε άλλη αξία. Υπήρξε «νταής» ή «δαής» (=ιεραπόστολος) στη μεγάλη επιστημονική σχολή του Καΐρου, την περίφημη «Στοά της Σοφίας», έδρα τότε του Ισμαηλισμού. Εξαιτίας της δυναμικής του δράσης και παρουσίας αναγκάστηκε να επιστρέψει από την Αίγυπτο στην Περσία όπου εργάστηκε ως ιεροκήρυκας.
Καθώς οι οπαδοί πλήθαιναν άρχισε να υλοποιεί το σχέδιο του που ήταν η επικράτηση του κλάδου του στον ισλαμικό κόσμο. Χρειαζόταν λοιπόν μια ισχυρή βάση απόρθητη και ασφαλή που τη βρήκε στο περσικό φρούριο Αλαμούτ ή αλλιώς «Φωλιά των Αετών» στην περιοχή του Νταϋλάμ στις βόρειες επαρχίες της Περσίας που συνορεύουν με την Κασπία. Δέσποζε σε ένα στενό διάσελο στην κορυφή ενός ψηλού βράχου, μέσα στην καρδιά των βουνών Ελμπούρζ, σε υψόμετρο 2.000 μέτρων. Το όνομα του σημαίνει κυριολεκτικά «η διδασκαλία του αετού». Το κατέλαβε από τους Σουνίτες με τη βοήθεια των ίδιων των φρουρών του κάστρου που είχαν, εν τω μεταξύ, γίνει πιστοί οπαδοί του.
Η κατάκτηση αυτή του Χασάν ιμπν Σαμπάχ του επέτρεψε να επιβάλει μια ιδιότυπη κυριαρχία που έσπειρε τον τρόμο στους πολιτικούς και θρησκευτικούς του αντιπάλους. Ο Σαμπάχ, ο περίφημος «Γηραιός Άνθρωπος» ή «Γέρος του Βουνού» ή «Ηγεμόνας των Ορέων» (Sheik-al-Jebal), πάντα κατά την παράδοση, δεν κατέβηκε ποτέ από το ορεινό φρούριο μέχρι το θάνατό του, γράφοντας τα κείμενά του και ασχολούμενος με τη διοίκηση της επικράτειάς του.
Η επιβλητική τοποθεσία όπου βρισκόταν το κάστρο του Αλαμούτ |
Η δράση των Ασσασίνων της Συρίας εναντίον των Σελτζούκων είναι αυτή που έκανε γνωστό το Τάγμα μέσω των Σταυροφόρων και των διηγήσεων του Μάρκο Πόλο οι οποίες όμως θεωρούνται υπερβολικές και σε ένα βαθμό αναξιόπιστες.
Στα χρόνια των επτά διαδόχων ηγεμόνων του Χασάν έπεσαν θύματα των Ασσασίνων αρκετά δημόσια πρόσωπα της εποχής, όπως ο προαναφερθείς πάνσοφος Νιζάμ αλ-Μουλκ, κάποιοι αββασίδες χαλίφες της Βαγδάτης αλλά και επιφανείς Λατίνοι Σταυροφόροι όπως ο Ραϋμόνδος της Τρίπολης (το 1152) και ο Κορράδος του Μομφερράτου (το 1192). Όλοι ήσαν είτε θρησκευτικοί αντίπαλοι είτε αλλόθρησκοι που στήριξαν τους θρησκευτικούς αντιπάλους.
Μεταξύ Θρύλου και Πραγματικότητας
Συχνά τα όσα αναφέρονται για τους Ασσασίνους ακροβατούν μεταξύ θρύλου και πραγματικότητας και αυτό είναι αποτέλεσμα της μυστικότητάς τους αλλά και τους δέους που προκαλούσαν στο νου των ανθρώπων της εποχής κατά την οποία έδρασαν.
Όπως ανέφερε ο Μάρκο Πόλο στο σύγγραμμά του Il Milione *, ο ίδιος επισκέφθηκε το 1273 το Αλαμούτ όπου και έμαθε ιστορίες που αφορούσαν τους Ασσασίνους. Σύμφωνα με αυτές, ο Χασάν στρατολογούσε ακόμη και ανήλικα αγόρια που κάποια στιγμή τα νάρκωνε με χασίς. Όταν αυτά ξυπνούσαν βρίσκονταν σε μια κρυφή κοιλάδα (κατά τον Πόλο ήταν η κοιλάδα του Ελ Αλαμούτ), σε ένα παραδεισένιο σχεδόν εξωπραγματικό τοπίο με όλα τα αγαθά και τις πολυτέλειες που θα μπορούσαν να φανταστούν. Μετά από μερικές ημέρες τα νάρκωνε ξανά και όταν ξυπνούσαν, μακριά από την κοιλάδα πλέον, τότε τους έλεγε ότι είχαν ρίξει μια ματιά στον Παράδεισο και πως θα μπορούσαν να επιστρέψουν εκεί μόνο αν τον υπάκουαν τυφλά.
Οι Ασσασίνοι χρησιμοποίησαν οργανωμένα την πολιτική δολοφονία ή την προειδοποίηση, ως το κύριο μέσο τρομοκράτησης του αριθμητικά υπέρτερου εχθρού και επίτευξης των στόχων τους.
Ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ βρισκόταν σε σύγκρουση τόσο με τους Σουνίτες όσο και με τους Σελτζούκους, οι οποίοι εκείνη την εποχή διεύρυναν συνεχώς την κυριαρχία τους. Για να μπορέσει να τους αντιμετωπίσει, ο Σαμπάχ δημιούργησε μικρές ομάδες πιστών απόλυτα αφοσιωμένων, έτοιμων να διαπράξουν οποιαδήποτε δολοφονία, ακόμη και μαζική, προκειμένου να σπείρουν τον τρόμο στις τάξεις του εχθρού. Οι πιστοί αυτοί δεν υπολόγιζαν ούτε τη ζωή τους προκειμένου να επιτύχουν το στόχο τους, προσδοκώντας βέβαια την ανάλογη ανταμοιβή για τις ιερές πράξεις τους στον παράδεισο. Απώτερος στόχος αυτών των ενεργειών ήταν η εγκαθίδρυση της εξουσίας του «αληθινού ιμάμη» Νιζάρ και μετά το θάνατο αυτού, των διαδόχων του Νιζαριτών, στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι Ασσασίνοι.
Η εικόνα τους στη Δύση θεμελιώθηκε στη θρυλούμενη ικανότητά τους να σκοτώνουν. Η αποτελεσματικότητά τους και η αφοσίωσή τους στα ιδανικά και τον εκάστοτε ηγήτορά τους, δημιούργησε ποικίλους θρύλους αποδίδοντάς τους σχεδόν υπερφυσικές ικανότητες.
Οι Ασσασίνοι έμειναν στην ιστορία ως δολοφόνοι, αλλά σίγουρα δεν είναι οι πρώτοι που επινόησαν την πολιτική δολοφονία ούτε και οι τελευταίοι. Αυτό που τους έκανε θρυλικούς ήταν ο αυτοθυσιαστικός τρόπος της δολοφονίας που σχεδόν ποτέ δεν έδινε ελπίδα διαφυγής στον θύτη. Είχαν επομένως μια αφοσίωση στον σκοπό που την αισθάνονταν να επεκτείνεται πέρα από τα όρια της ζωής. Αυτό μαρτυρούσε μια πίστη που οδηγούσε σε πράξεις και δράσεις πέρα από όρια και ταμπού που κυρίως οι δυτικοί έθεταν για τον εαυτό τους.
Επιπλέον, αυτή η απόλυτη προσήλωσή στο στόχο, τους έκανε να μεταμορφώνονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα και να εμφανίζονται ως έμπιστοι σε οποιονδήποτε επέλεγαν διεισδύοντας παντού, σε κάθε χώρο όσο ασφαλής κι αν θεωρούνταν, αναμένοντας μια πιθανή διαταγή δολοφονίας.
Το κάστρο Μασγιάφ όπως είναι σήμερα. |
Να σημειωθεί ότι τα θύματά τους ανήκαν κυρίως στο σουνιτικό κατεστημένο, είτε αραβικό είτε περσικό είτε ακόμη και σελτζουκικό, και ήταν ηγεμόνες, ιεροδικαστές, θρησκευτικοί αξιωματούχοι κ.ά. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για επιθέσεις εναντίον Χριστιανών, Εβραίων ή ακόμα και εναντίον άλλων Σιιτών. Κάποιες σποραδικές επιθέσεις εναντίον Σταυροφόρων πρέπει να αποδοθούν σε μυστικές συμφωνίες του Τάγματος με ομάδες Σταυροφόρων που ήθελαν να εξολοθρεύσουν αντιπάλους τους. Ήταν δηλαδή παράπλευρα έργα από τον κεντρικό τους στόχο. Υπάρχουν επίσης πηγές που δείχνουν πως μία από τις συμφωνίες των Ασσασίνων ήταν να πληρώνουν ένα σεβαστό ποσό στους Ιππότες του Ναού προκειμένου οι τελευταίοι να μην εμποδίζουν τη δράση τους.
Με άλλα λόγια, οι Ασσασίνοι ήταν το φόβητρο ειδικά για τις αντίπαλες, ιδεολογικά, σέκτες εντός του ισλαμικού κόσμου και όχι για τους Χριστιανούς (όπως συνήθως πιστεύεται) με τους οποίους σε πολλές περιπτώσεις διατηρούσαν αρμονικές σχέσεις. Ειδικά οι Ασσασίνοι της Συρίας συνεργάζονταν με τους Ιππότες του Ναού. Αξίζει να επισημανθεί πως η ιεραρχική δομή των Ασσασίνων και των Ιπποτών του Ναού ήταν παρεμφερής, ενώ σε βαθύτερο επίπεδο υπονοείται και ιδεολογική σύγκλιση. Υπήρχε ο Μεγάλος Αρχηγός, οι υπαρχηγοί και οι μισθοφόροι. Επίσης, οι (ραγίκ) και οι δόκιμοι(λασίκ).
Οι ίδιοι δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους δολοφόνους με τη σημερινή έννοια του όρου, αλλά θεωρούσαν θεμιτή μια τέτοια τακτική και σε αρμονία με την ιδεολογία τους. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται η ιστορική δράση κάθε ιστορικής ομάδας στο πλαίσιο των δεδομένων και της ηθικής της εποχής που δρα και όχι με κριτήρια που ταιριάζουν στην σημερινή εποχή.
Οι Ασσασίνοι της Συρίας, υπό την πανίσχυρη ηγεσία του Ρασίντ αλ Ντιν Σινάν, επιχείρησαν επανειλημμένα να δολοφονήσουν τον αντίπαλο και μεγάλο Κούρδο Σουνίτη πολέμαρχο Σαλαντίν. Αυτός τελικά τους πολιόρκησε το 1176 στο φρούριο τους στο Μασγιάφ. Ωστόσο, για αδιευκρίνιστους λόγους έλυσε ξαφνικά την πολιορκία και από τότε δεν τους ξαναενόχλησε. Γύρω από το γιατί αποχώρησε ο Σαλαντίν υπάρχουν διάφοροι θρύλοι αλλά όχι ιστορικές αποδείξεις.
Ένας τέτοιος θρύλος μιλά για μια συνάντηση των δύο ηγετών (Σαλαντίν και Σινάν) όπου ο Σινάν αποκάλυψε ότι καθοδηγούσε τους πλέον έμπιστους άνδρες και φρουρούς του Σαλαντίν (οι οποίοι δρούσαν ως «κοιμώμενοι»), αποδεικνύοντας του έμπρακτα ότι μπορούσε να σκοτώσει ανά πάσα στιγμή τόσο τον ίδιο όσο και την οικογένειά του.
Σαλαντίν (Ṣalāḥ al-Dīn, στα αραβικά: صلاح الدين يوسف بن أيوب) γεννήθηκε το 1138 στο Τικρίτ της Μεσοποταμίας, στο σημερινό Ιράκ και ήταν Κούρδος στην καταγωγή. |
Η δράση των Περσών Ασσασίνων τερματίστηκε στην Περσία το 1256, όταν το Αλαμούτ καταστράφηκε από τους Μογγόλους και οι Ισμαηλίτες σκορπίστηκαν στην Περσία, το Αφγανιστάν και το Τουρκμενιστάν, έχοντας πάντα όμως δικό τους ιμάμη συνεχιστή του Ισμαήλ (γιος του έκτου ιμάμη μετά τον Άλη, γαμπρού του Προφήτη, Τζαφάρ αλ Σαντίκ) και των διαδόχων του.
Αντίστοιχα, λίγα χρόνια μετά, το 1273 τα κάστρα των οι Ασσασίνων της Συρίας αλώθηκαν από το Μαμελούκο σουλτάνο της Αιγύπτου Μπαϊμπάρς οπότε η αυτόνομη δράση τους τερματίστηκε και άρχισε η περίοδος κατά την οποία παρείχαν τις δολοφονικές τους υπηρεσίες στον Αιγύπτιο σουλτάνο («τα βέλη με τα οποία ο σουλτάνος πιάνει τους εχθρούς του»), ενώ το 14ο αιώνα δεν αποτελούσαν πλέον παρά μια μικρή ομάδα αιρετικών του Ισλάμ.
Επιβίωσαν μεμονωμένες ομάδες Ασσασίνων στην Ευρώπη για κάποιο καιρό μετά αλλά κι αυτές σιγά - σιγά έσβησαν. Μια πρόσκαιρη επανεμφάνισή τους στο προσκήνιο γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν χωρίς σημασία και σίγουρα δεν είχε καμιά σχέση με την ακμή του παρελθόντος τους αφού πλέον οι ιστορικές συνθήκες είχαν αλλάξει τόσο πολύ που δεν είχαν αντικείμενο οι τρόποι δράσης που χρησιμοποιούσαν οι Ασσασίνοι.
Το 1818 ο επικεφαλής της αίρεσης είχε διοριστεί κυβερνήτης του Μαχαλλάτ και της Κουμ από τον τότε σάχη της Περσίας και μάλιστα ο σάχης τού έδωσε τον τίτλο του Αγά Χαν. Με αυτόν τον τίτλο είναι γνωστοί αυτός και οι απόγονοί του. Σήμερα, οι Ισμαηλίτες αποδέχονται ως ιμάμη τους τον πασίγνωστο για τη φιλανθρωπική του δράση Σαντρουντίν Αγά Χαν.
Στην εποχή μας υπάρχει μια σέκτα Σιιτών του Ισλάμ που φέρει την ονομασία Νιζαρί, η οποία προέρχεται από τους Ασσασίνους, αλλά δε σχετίζεται με τις πρακτικές τους και τη δράση τους σε προγενέστερους αιώνες. Οι Ασσασίνοι μπορεί να αποτραβήχτηκαν από το ιστορικό προσκήνιο και η δράση τους να εξασθένησε σταδιακά, αλλά ο ρόλος και η ιστορική σημασία των Ισμαηλιτών μέσα στο Ισλάμ πάντα παραμένει ένα ζωντανό κύτταρό του ιστορικά και ιδεολογικά.
* * *
Λ.Κ.
Βιβλιογραφία – Συνδέσεις - Μπέρναρντ Λιούις, Οι Ασσασίνοι, Τροχαλία, Αθήνα.
- David V. Barrett, Μυστικά Τάγματα, Σκάι Βιβλίο, Αθήνα.
- Innerpedia
- Live pedia
- ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΝΑΒΑΣΙΣ: Οι Ασσασίνοι
- http://www.tovima.gr/default.asp?pid...&dt=12/11/2000
- Happy Few
- http://www.theismaili.org/
- http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_1_12/07/2007_234069
- ΟΣΑΜΑ ΜΠΙΝ ΛΑΝΤΕΝ – ΑΛ ΚΑΪΝΤΑ: Η επιστροφή των Ασσασίνων (Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Γυναίκα")
* Οι Ασσασίνοι στις αφηγήσεις του Μάρκο Πόλο (Απόσπασμα απο: Μπερναρντ Λιουις, Οι Ασσασινοι)
Ο Μάρκο Πόλο πέρασε από την Περσία στα 1273 και περιγράφει το φρούριο και την κοιλάδα του Αλαμούτ, που υπήρξαν για μεγάλο διάστημα η έδρα της αίρεσης.
“Ο Γέρος ονομαζόταν στη γλώσσα τους Αλοαντίν. Αυτός είχε βάλει να κλείσουν μια κοιλάδα ανάμεσα σε δύο βουνά, μεταμορφώνοντάς της σε κήπο, τον πιο όμορφο και πιο μεγάλο που είδε ποτέ μάτι, και τον είχε γεμίσει με κάθε λογής φρούτα. Είχε χτίσει επίσης εκεί μέσα τα ομορφότερα παλάτια και τις πιο λαμπρές επαύλεις που μπορεί κανείς να φανταστεί, καλυμμένα όλα με χρυσάφι και πλουμιστές ζωγραφιές. Υπήρχαν ακόμη ρυάκια όπου κύλαγε άφθονο κρασί και γάλα και μέλι και νερό. Και πολλές γυναίκες και από τις πιο όμορφες κοπέλες του κόσμου, που έπαιζαν όλων των ειδών τα όργανα και τις μουσικές, χόρευαν και τραγουδούσαν τόσο γλυκά κι ωραία, που ήταν χάρμα να τις βλέπεις. Γιατί σκοπός του Γέροντα ήταν να κάνει τους πιστούς του να παραδεχτούν πως τούτος εδώ ήταν ο αληθινός Παράδεισος. Τον είχε φτιάξει λοιπόν σύμφωνα με την περιγραφή που έδωσε ο Μωάμεθ για τον Παράδεισο του, δηλαδή σαν έναν όμορφο κήπο με αυλάκια από όπου τρέχει άφθονο κρασί, γάλα, μέλι και νερό, και γεμάτο πανέμορφες γυναίκες για την απόλαυση όλων των κατοίκων του. Γι' αυτό και οι Σαρακηνοί σ' αυτά τα μέρη πίστευαν πως αυτός ήταν ο αληθινός Παράδεισος!
“Κανέναν δεν άφηνε να μπει στον Κήπο του εξόν από εκείνους που τους προόριζε γιαΑσσισίν του. Στην είσοδο του Κήπου υπήρχε ένα κάστρο αρκετά ισχυρό να αντισταθεί στις επιδρομές όλου του κόσμου και δεν υπήρχε άλλος δρόμος για να μπεις μέσα. Στην αυλή του κρατούσε κάμποσους από τους νέους της χώρας, από δώδεκα μέχρι είκοσι χρονών, απ' αυτούς που έδειχναν πως θα γίνουν καλοί στρατιώτες. Τους αφηγιόταν ιστορίες για τον Παράδεισο, όπως έκανε κι ο Μωάμεθ, κι αυτοί τον πίστευαν όπως οι Σαρακηνοί πιστεύουν τον Μωάμεθ. Κατόπιν τους έμπαζε στον κήπο του, πότε τέσσερις μαζί, πότε έξι, αλλά και δέκα καμιά φορά, αφού πρώτα τους έβαζε και τους σήκωναν και τους κουβαλούσαν μέσα. Έτσι μόλις ξυπνούσαν βρήσκονταν στον Κήπο.
“Όταν λοιπόν ξυπνούσαν και βρίσκονταν σε ένα μέρος τόσο θεσπέσιο, πίστευαν πως ήταν ο αληθινός Παράδεισος. Κι οι γυναίκες και τα κοριτσόπουλα ερωτοτροπούσαν ελεύθερα μαζί τους κι ευφραίνονταν οι καρδιές τους. Είχαν ό,τι ψάχνει να βρει ένας νέος και δεν θα έφευγαν ποτέ με τη θέλησή τους από εκείνο το μέρος.
“Στο μεταξύ ο άρχοντας αυτός που λέμε Γέροντα έδινε στην Αυλή του μεγαλοπρέπεια, κάνοντας εκείνους τους απλούς βουνίσιους που τον περιστοίχιζαν να πιστεύουν ακράδαντα πως αυτός ήταν μεγάλος προφήτης. Κι όταν ήθελε να στείλει κάποιον Ασσισίν του για μια αποστολή, έβαζε να δώσουν από κείνο το ποτό για το οποίο μίλησα πρωτύτερα σε ένα από τα παλικάρια και μετά το κουβαλούσαν μέσα στο παλάτι του. Όταν λοιπόν ο νέος ξυπνούσε, έβλεπε ότι βρισκόταν όχι πια στον παράδεισο αλλά μέσα στο κάστρο και μάλλον δεν χαιρόταν γι'αυτό. Κατόπιν τον οδηγούσαν μπροστά στο Γέροντα και το παληκάρι γονάτιζε και τον επροσκυνούσε με μεγάλο σεβασμό, αφού πίστευε πως βρισκόταν μπροστά σ' έναν αληθινό προφήτη. Τότε ο άρχοντας τον ρωτούσε από που ερχόταν κι αυτός φυσικά αποκρινόταν πως ερχόταν από τον παράδεισο! Και πως ήταν όπως ακριβώς τον περιγράφει ο Μωάμεθ στις Γραφές. Οι άλλοι που βρίσκονταν εκεί και δεν είχαν γίνει ακόμη δεκτοί, ακούγοντάς τον, επιθυμούσαν πολύ να πάνε εκεί πέρα.
“Σαν ήθελε λοιπόν ο Γέρος να σκοτώσει κάποιον άρχοντα, έλεγε σ' έναν τέτοιο νέο: “Πήγαινε να σκοτώσεις τον τάδε κι όταν γυρίσεις θα σε πάρουν οι άγγελοί μου και θα σε βάλουν στον παράδεισο. Κι αν τύχει και πεθάνεις, εγώ θα στείλω πάλι τους αγγέλους μου να σε φέρουν ξανά στον παράδεισο”. Κι εκείνοι τον πίστευαν και δεν υπήρχε διαταγή που θα τους έδινε και δε θα την εκτελούσαν αψηφώντας κάθε κίνδυνο – τόσο μεγάλος ήταν ο πόθος τους να ξαναγυρίσουν στον παράδεισό του. Με τον τρόπο αυτό ο Γέροντας έβαζε τους ανθρώπους του να δολοφονούν όποιον ήθελε να βγάλει από τη μέση. Ήταν δε τέτοιος ο φόβος που ενέπνεε, που όλοι οι άρχοντες ήθελαν να τα 'χουν καλά μαζί του κι έτσι κατάντησαν υποτελείς του.
“Θα πρέπει ακόμα να σας ειπώ ότι ο Γέρος αυτός είχε και κάποιους άλλους κοντά του, που αντέγραφαν τις ταχτικές του κι ενεργούσαν κατόπιν ίδιο μ' αυτόν. Έναν από αυτούς τον έστειλε αργότερα στην περιοχή της Δαμασκού κι έναν άλλο στο Κουρδιστάν”.
* * *
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΛΙΟΥΙΣ
ΟΙ ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΟΥΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΡΟΧΑΛΙΑ
- e-Ζine
- Δράσις μη Δρώσα
Amenophis
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε ότι διαβάζετε και βοηθήστε το κουνάβι να μάθει περισσότερα για το τι προτιμάτε να διαβάζετε!