Σαν από μηχανής Θεός για την ενίσχυση των γερμανικών εξαγωγών και την τόνωση της ανάπτυξης στη Γερμανία, λειτούργησε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, καθώς μέσα σε λίγους μήνες κατάφερε ό,τι δεν πέτυχαν επί διετία τα σκληρά γερμανικά μέτρα αντιμετώπισης της ύφεσης. Από τη μία, η ελληνική κρίση οδήγησε το ευρώ σε κάθετη πτώση, κατά...
12% μέσα σε 3,5 μήνες, δίνοντας το φιλί της ζωής στις γερμανικές εξαγωγές, τις οποίες έκανε πιο ανταγωνιστικές. Από την άλλη, η αύξηση του συστημικού ρίσκου, εξαιτίας της εν Ελλάδι κατάστασης, τόνωσε τη ζήτηση για γερμανικά ομόλογα και μείωσε το επιτόκιό τους. Ως αποτέλεσμα, τα ομόλογα Schatz κατέκτησαν νέο ιστορικό χαμηλό ως προς το επιτόκιό τους, επιτρέποντας στη Γερμανία να δανείζεται χαμηλότερα από ποτέ!
Την παραπάνω πεποίθηση, ότι δηλαδή η οικονομική κρίση στην Ελλάδα λειτούργησε «βολικά» για τη Γερμανία, υποστηρίζουν οι μεταπτυχιακές φοιτήτριες του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών ΑΠΘ, Κατερίνα Καραγιάννη και Ευαγγελία Αντωνίου, σε εργασία τους, με υπεύθυνο καθηγητή τον Αρ. Νανιόπουλο, που έχει στη διάθεσή του το ΑΠΕ-ΜΠΕ και θα παρουσιαστεί απόψε, σε εκδήλωση της Πολυτεχνικής Σχολής.
Πάντως, αν η Γερμανία επωφελήθηκε από την ελληνική κρίση, αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ωφεληθεί από τα διδάγματα της γερμανικής κρίσης που ακολούθησε την ενοποίηση των δύο Γερμανιών, όταν ο αριθμός των Γερμανών ανέργων είχε φτάσει τα 4 εκατ. άτομα (τα 2/3 στη δυτική Γερμανία).
Η δε ανατολική Γερμανία, εκτιμάται ότι μπορεί να δώσει έμπνευση για την υπέρβαση της κρίσης και στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από την εργασία.
Οι «τεμπέληδες απατεωνίσκοι» της Γερμανίας...
Γιατί η ανατολική Γερμανία; Οι ομοιότητες φαίνεται ότι είναι αρκετές. Όπως επισημαίνεται στην εργασία, η αν.Γερμανία ήταν ένα γραφειοκρατικό κράτος με ισχυρό δημόσιο τομέα και μικρή παραγωγικότητα, που δανειζόταν διαρκώς από τη Ρωσία (μόλις οι Ρώσοι σταμάτησαν να τη χρηματοδοτούν η οικονομία της κατέρρευσε μέσα σε 1-2 μήνες).
Μετά την επανένωση με τους δυτικούς οι ανατολικογερμανοί κατηγορήθηκαν άδικα ως τεμπέληδες, ανίκανοι, δουλοπρεπείς, απατεωνίσκοι και επιρρεπείς στο ρουσφέτι, ισχυρίζονται οι δύο φοιτήτριες.
Το 1991, λίγα χρόνια μετά την ενοποίηση, το σύνολο της παραγωγής της ανατολικής Γερμανίας εκτιμάται ότι ανερχόταν στο 8% της δυτικής.
Επειδή η διαδικασία της ενοποίησης διοικούνταν από στελέχη της Δ.Γερμανίας, οι νέες εταιρείες της ανατολικής ήταν συνήθως θυγατρικές των δυτικών επιχειρήσεων. Οι δε τράπεζες εγκαθιστούσαν εκπροσώπους τους-«επόπτες» στα διοικητικά συμβούλια των νέων επιχειρήσεων.
Λόγω αυτών των συνθηκών, οι ιδιωτικές επενδύσεις και η οικονομική ανάπτυξη άρχισαν αργά: στα πρώτα χρόνια της ενοποίησης, οι επενδύσεις ήταν μόνο το 1% του συνολικού γερμανικού ΑΕΠ...
Κάποιες δυτικογερμανικές επιχειρήσεις αγόρασαν εταιρείες στην πρώην αν.Γερμανία, ώστε να εξασφαλίσουν ότι θα τις έχουν μελλοντικά, πληρώνοντας κάποιους μισθούς, χωρίς όμως να ξεκινούν παραγωγή. Άλλες, όπως η Daimler-Benz, δεν εκπλήρωναν καν τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει αγοράζοντάς τες.
...και ο τρόπος με τον οποίο οι Γερμανοί έλυσαν το πρόβλημα
Καθώς τα ιδιωτικά κεφάλαια καθυστερούσαν, ομοσπονδιακές επενδύσεις/δαπάνες του προϋπολογισμού άρχισαν να ρέουν προς ανατολάς, χρηματοδοτώντας αφενός έργα υποδομής (δρόμοι, γέφυρες κλπ) και, αφετέρου, το εισόδημα των πολιτών (επίδομα ανεργίας, κοινωνική ασφάλιση κτλ). Έτσι διατηρήθηκαν σταθερά τα επίπεδα απασχόλησης και εισοδήματος.
Όπως υπογραμμίζεται στην εργασία, αν και το ακριβές επίπεδο των κονδυλίων που διατέθηκαν δεν είναι γνωστό, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπολογίζεται ότι δαπάνησε πάνω από 350 δισ. μάρκα στην Αν.Γερμανία, την πρώτη τριετία μετά την ενοποίηση.
Το σύνολο των πόρων (ιδιωτικών/δημόσιων) που διατέθηκαν στην Αν.Γερμανία μεταξύ 1990 και τέλους 1995, θα μπορούσε πιθανότατα να έχει ανέλθει σε τουλάχιστον 750 δισ. μάρκα. «Το 1/4-1/5 των κεφαλαίων αυτών ήταν ιδιωτικά και τα υπόλοιπα κυβερνητικά», υπογραμμίζουν οι δύο φοιτήτριες.
Το 1992, η Bundesbank άρχισε να θορυβείται, διαπιστώνοντας -μεταξύ άλλων- τα ελλείμματα που προέκυπταν από αυτές τις μεγάλες δαπάνες στην Αν.Γερμανία.
Έτσι, προειδοποίησε ότι τα επιτόκια πρέπει να παραμείνουν υψηλά ώστε να διατηρηθούν υπό έλεγχο οι αυξήσεις των τιμών. Η τράπεζα αύξησε τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια αισθητά μέχρι το 1991-1992 (από 7,1% το 1989 σε 9,5% το 1992).
Καθώς οι πολιτικές της Bundesbank άρχισαν να εφαρμόζονται, η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε στη Δ. Γερμανία, από 4,2% (α’ 3μηνο 1991) σε 0,8% (δ’ τρίμηνο 1992).
Στην Αν. Γερμανία, το ΑΕΠ αναπτυσσόταν το 1992 με ρυθμό 6,1%, πολύ χαμηλότερα από το προβλεπόμενο αρχικά 7%-10%. Το 1993 το πρόσημο ήταν αρνητικό (-1,2%). Το 1994, ωστόσο, αφού η Bundesbank είχε χαμηλώσει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια για πάνω από ένα χρόνο, η γερμανική ανάπτυξη συνεχίστηκε, με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2,4%.
Εν κατακλείδει, επισημαίνουν οι δύο φοιτήτριες, για να ξεπεραστεί το αρχικό σοκ που προκάλεσε η επανένωση, η Γερμανία χρειάστηκε:
1) να θεσπίσει ενιαίο νομοθετικό πλαίσιο για τα δύο μέρη της Γερμανίας
2) να παντρέψει δύο διαφορετικές οικονομικές πολιτικές και να εμφυσήσει δυτικές πρακτικές σε «ανατολικές» επιχειρήσεις,
3) ν’ αντιμετωπίσει την αύξηση του πληθωρισμού και των οικονομικών μετατοπίσεων, που ακολούθησαν την ενοποίηση των διαφορετικών νομισμάτων,
4) ν’ ανακατασκευάσει εξολοκλήρου όλες τις υποδομές στο ανατολικό τμήμα της χώρας.
Να εκμεταλλευτούμε τα δυνατά μας σημεία
«Η Ελλάδα, για να αντιμετωπίσει την κρίση, πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα της Γερμανίας της δεκαετίας του 1990 και να δώσει έμφαση στην ανάπτυξη, εκμεταλλευόμενη τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα: ναυτιλία, τουρισμός, φωτοβολταϊκά, μεσογειακά προϊόντα, αρωματικά φυτά/βότανα κτλ. Καλό θα ήταν, επίσης, να υιοθετήσει το σύστημα και την οργάνωση, με την οποία η Γερμανία ξεπέρασε την κρίση και τελικά οδηγήθηκε στην άνθηση. Ακόμη θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από ελληνικές επιχειρήσεις η γερμανική τεχνογνωσία και να λειτουργήσει σαν μοχλός ανάπτυξης για την ελληνική βιομηχανία», υπογραμμίζουν οι δύο φοιτήτριες.
Υπενθυμίζουν, τέλος, τις δηλώσεις Φούχτελ, ότι υπάρχουν πάνω από 100 προγράμματα προς άμεση υλοποίηση στην Ελλάδα, με "αδρανή" κοινοτικά κονδύλια των 16 δισ. ευρώ, που θα μπορούσαν να εκταμιευτούν αν υπήρχαν συγκεκριμένες μελέτες.
Κατά τον κ. Φούχτελ, αν η Ελλάδα ακολουθήσει το παράδειγμα της Γερμανίας των 80 εκατ. κατοίκων, που διέθεσε σε αναπτυξιακά προγράμματα 10 δισ. για αντιμετώπιση της κρίσης του 2008, τότε θα μπορέσει με τα 16 δισ. να τα βγάλει πέρα με τη δική της κρίση.
trelokouneli
12% μέσα σε 3,5 μήνες, δίνοντας το φιλί της ζωής στις γερμανικές εξαγωγές, τις οποίες έκανε πιο ανταγωνιστικές. Από την άλλη, η αύξηση του συστημικού ρίσκου, εξαιτίας της εν Ελλάδι κατάστασης, τόνωσε τη ζήτηση για γερμανικά ομόλογα και μείωσε το επιτόκιό τους. Ως αποτέλεσμα, τα ομόλογα Schatz κατέκτησαν νέο ιστορικό χαμηλό ως προς το επιτόκιό τους, επιτρέποντας στη Γερμανία να δανείζεται χαμηλότερα από ποτέ!
Την παραπάνω πεποίθηση, ότι δηλαδή η οικονομική κρίση στην Ελλάδα λειτούργησε «βολικά» για τη Γερμανία, υποστηρίζουν οι μεταπτυχιακές φοιτήτριες του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών ΑΠΘ, Κατερίνα Καραγιάννη και Ευαγγελία Αντωνίου, σε εργασία τους, με υπεύθυνο καθηγητή τον Αρ. Νανιόπουλο, που έχει στη διάθεσή του το ΑΠΕ-ΜΠΕ και θα παρουσιαστεί απόψε, σε εκδήλωση της Πολυτεχνικής Σχολής.
Πάντως, αν η Γερμανία επωφελήθηκε από την ελληνική κρίση, αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ωφεληθεί από τα διδάγματα της γερμανικής κρίσης που ακολούθησε την ενοποίηση των δύο Γερμανιών, όταν ο αριθμός των Γερμανών ανέργων είχε φτάσει τα 4 εκατ. άτομα (τα 2/3 στη δυτική Γερμανία).
Η δε ανατολική Γερμανία, εκτιμάται ότι μπορεί να δώσει έμπνευση για την υπέρβαση της κρίσης και στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από την εργασία.
Οι «τεμπέληδες απατεωνίσκοι» της Γερμανίας...
Γιατί η ανατολική Γερμανία; Οι ομοιότητες φαίνεται ότι είναι αρκετές. Όπως επισημαίνεται στην εργασία, η αν.Γερμανία ήταν ένα γραφειοκρατικό κράτος με ισχυρό δημόσιο τομέα και μικρή παραγωγικότητα, που δανειζόταν διαρκώς από τη Ρωσία (μόλις οι Ρώσοι σταμάτησαν να τη χρηματοδοτούν η οικονομία της κατέρρευσε μέσα σε 1-2 μήνες).
Μετά την επανένωση με τους δυτικούς οι ανατολικογερμανοί κατηγορήθηκαν άδικα ως τεμπέληδες, ανίκανοι, δουλοπρεπείς, απατεωνίσκοι και επιρρεπείς στο ρουσφέτι, ισχυρίζονται οι δύο φοιτήτριες.
Το 1991, λίγα χρόνια μετά την ενοποίηση, το σύνολο της παραγωγής της ανατολικής Γερμανίας εκτιμάται ότι ανερχόταν στο 8% της δυτικής.
Επειδή η διαδικασία της ενοποίησης διοικούνταν από στελέχη της Δ.Γερμανίας, οι νέες εταιρείες της ανατολικής ήταν συνήθως θυγατρικές των δυτικών επιχειρήσεων. Οι δε τράπεζες εγκαθιστούσαν εκπροσώπους τους-«επόπτες» στα διοικητικά συμβούλια των νέων επιχειρήσεων.
Λόγω αυτών των συνθηκών, οι ιδιωτικές επενδύσεις και η οικονομική ανάπτυξη άρχισαν αργά: στα πρώτα χρόνια της ενοποίησης, οι επενδύσεις ήταν μόνο το 1% του συνολικού γερμανικού ΑΕΠ...
Κάποιες δυτικογερμανικές επιχειρήσεις αγόρασαν εταιρείες στην πρώην αν.Γερμανία, ώστε να εξασφαλίσουν ότι θα τις έχουν μελλοντικά, πληρώνοντας κάποιους μισθούς, χωρίς όμως να ξεκινούν παραγωγή. Άλλες, όπως η Daimler-Benz, δεν εκπλήρωναν καν τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει αγοράζοντάς τες.
...και ο τρόπος με τον οποίο οι Γερμανοί έλυσαν το πρόβλημα
Καθώς τα ιδιωτικά κεφάλαια καθυστερούσαν, ομοσπονδιακές επενδύσεις/δαπάνες του προϋπολογισμού άρχισαν να ρέουν προς ανατολάς, χρηματοδοτώντας αφενός έργα υποδομής (δρόμοι, γέφυρες κλπ) και, αφετέρου, το εισόδημα των πολιτών (επίδομα ανεργίας, κοινωνική ασφάλιση κτλ). Έτσι διατηρήθηκαν σταθερά τα επίπεδα απασχόλησης και εισοδήματος.
Όπως υπογραμμίζεται στην εργασία, αν και το ακριβές επίπεδο των κονδυλίων που διατέθηκαν δεν είναι γνωστό, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπολογίζεται ότι δαπάνησε πάνω από 350 δισ. μάρκα στην Αν.Γερμανία, την πρώτη τριετία μετά την ενοποίηση.
Το σύνολο των πόρων (ιδιωτικών/δημόσιων) που διατέθηκαν στην Αν.Γερμανία μεταξύ 1990 και τέλους 1995, θα μπορούσε πιθανότατα να έχει ανέλθει σε τουλάχιστον 750 δισ. μάρκα. «Το 1/4-1/5 των κεφαλαίων αυτών ήταν ιδιωτικά και τα υπόλοιπα κυβερνητικά», υπογραμμίζουν οι δύο φοιτήτριες.
Το 1992, η Bundesbank άρχισε να θορυβείται, διαπιστώνοντας -μεταξύ άλλων- τα ελλείμματα που προέκυπταν από αυτές τις μεγάλες δαπάνες στην Αν.Γερμανία.
Έτσι, προειδοποίησε ότι τα επιτόκια πρέπει να παραμείνουν υψηλά ώστε να διατηρηθούν υπό έλεγχο οι αυξήσεις των τιμών. Η τράπεζα αύξησε τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια αισθητά μέχρι το 1991-1992 (από 7,1% το 1989 σε 9,5% το 1992).
Καθώς οι πολιτικές της Bundesbank άρχισαν να εφαρμόζονται, η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε στη Δ. Γερμανία, από 4,2% (α’ 3μηνο 1991) σε 0,8% (δ’ τρίμηνο 1992).
Στην Αν. Γερμανία, το ΑΕΠ αναπτυσσόταν το 1992 με ρυθμό 6,1%, πολύ χαμηλότερα από το προβλεπόμενο αρχικά 7%-10%. Το 1993 το πρόσημο ήταν αρνητικό (-1,2%). Το 1994, ωστόσο, αφού η Bundesbank είχε χαμηλώσει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια για πάνω από ένα χρόνο, η γερμανική ανάπτυξη συνεχίστηκε, με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2,4%.
Εν κατακλείδει, επισημαίνουν οι δύο φοιτήτριες, για να ξεπεραστεί το αρχικό σοκ που προκάλεσε η επανένωση, η Γερμανία χρειάστηκε:
1) να θεσπίσει ενιαίο νομοθετικό πλαίσιο για τα δύο μέρη της Γερμανίας
2) να παντρέψει δύο διαφορετικές οικονομικές πολιτικές και να εμφυσήσει δυτικές πρακτικές σε «ανατολικές» επιχειρήσεις,
3) ν’ αντιμετωπίσει την αύξηση του πληθωρισμού και των οικονομικών μετατοπίσεων, που ακολούθησαν την ενοποίηση των διαφορετικών νομισμάτων,
4) ν’ ανακατασκευάσει εξολοκλήρου όλες τις υποδομές στο ανατολικό τμήμα της χώρας.
Να εκμεταλλευτούμε τα δυνατά μας σημεία
«Η Ελλάδα, για να αντιμετωπίσει την κρίση, πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα της Γερμανίας της δεκαετίας του 1990 και να δώσει έμφαση στην ανάπτυξη, εκμεταλλευόμενη τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα: ναυτιλία, τουρισμός, φωτοβολταϊκά, μεσογειακά προϊόντα, αρωματικά φυτά/βότανα κτλ. Καλό θα ήταν, επίσης, να υιοθετήσει το σύστημα και την οργάνωση, με την οποία η Γερμανία ξεπέρασε την κρίση και τελικά οδηγήθηκε στην άνθηση. Ακόμη θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από ελληνικές επιχειρήσεις η γερμανική τεχνογνωσία και να λειτουργήσει σαν μοχλός ανάπτυξης για την ελληνική βιομηχανία», υπογραμμίζουν οι δύο φοιτήτριες.
Υπενθυμίζουν, τέλος, τις δηλώσεις Φούχτελ, ότι υπάρχουν πάνω από 100 προγράμματα προς άμεση υλοποίηση στην Ελλάδα, με "αδρανή" κοινοτικά κονδύλια των 16 δισ. ευρώ, που θα μπορούσαν να εκταμιευτούν αν υπήρχαν συγκεκριμένες μελέτες.
Κατά τον κ. Φούχτελ, αν η Ελλάδα ακολουθήσει το παράδειγμα της Γερμανίας των 80 εκατ. κατοίκων, που διέθεσε σε αναπτυξιακά προγράμματα 10 δισ. για αντιμετώπιση της κρίσης του 2008, τότε θα μπορέσει με τα 16 δισ. να τα βγάλει πέρα με τη δική της κρίση.
trelokouneli
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε ότι διαβάζετε και βοηθήστε το κουνάβι να μάθει περισσότερα για το τι προτιμάτε να διαβάζετε!