Ο Γούντι Άλεν, στον δρόμο για τα 80 (!) του, παραμένει παραγωγικός, όπως και ο Πολάνσκι. Το όμορφο και αξιοσημείωτο είναι πως γυρίζει ταινίες τουλάχιστον κάποιου επιπέδου, αρκετά πάνω από το μέσο μέτριο και συμπαθές...




Το έχει προγραμματίσει, και κάθε χρόνο μας προσφέρει και μία.
Μετά το “Θα συναντήσεις έναν ψηλό, μελαχρινό ξένο”, από την Πέμπτη θα απολαύσουμε το “Μεσάνυχτα στο Παρίσι”.
Και συνειδητά γράφω θα απολαύσουμε, μιας και η νέα ταινία του είναι γεμάτη επιθυμίες, ανακλήσεις και εσωτερική “ακτινοβολία”.
Πρωτογενώς γυρισμένη στο Παρίσι, αποτελεί έναν ύμνο για την πόλη. Παράλληλα, είναι ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς την πορεία του. Βασικά και αρχικά ήταν η εμμονή και η λατρεία της Νέας Υόρκης. Φιλμ γυρισμένα εκεί, που αναπαράγουν την αγάπη του γι’ αυτήν, αλλά και τη διάθεσή του να υπάρχει και να κινείται γύρω απ’ αυτήν. Επιτομή αυτής της πορείας, φυσικά, το μουσικότροπο, ασπρόμαυρο “Μανχάταν”.

Αποκοπή του ομφάλιου λώρου
Δεν μπορεί να γνωρίζει, να εικάσει κανείς τι ακριβώς συμβαίνει στο φαντασιακό τού καλλιτέχνη. Το σημείο μηδέν του Μανχάταν (μετά την πτώση των δίδυμων πύργων) δείχνει ατεκμηρίωτα να τον επηρεάζει αρνητικά. Παράλληλα, τα χρόνια περνούν. Όσο μεγαλώνει και οι φόβοι του θανάτου αυξάνονται, τόσο επιθυμεί να απομακρυνθεί, να ταξιδέψει, να εγκαταλείψει τον μικρόκοσμό του, τον ομφάλιο λώρο. Το βλέμμα, λοιπόν, βρίσκεται πέραν του Ατλαντικού, στοχεύει στην Ευρώπη.
Πάντα ο Άλεν είχε εμμονές με μεγάλους δημιουργούς τού σινεμά της Γηραιάς Ηπείρου. Οι αναφορές του στις ταινίες του σε Μπέργκμαν, Φελίνι, γάλλους σκηνοθέτες είναι φανερές. Ακόμα, στην “Ακαταμάχητη Αφροδίτη” αναφέρεται ευθέως στην αρχαία ελληνική τραγωδία. Και έτσι κάνει το ρίσκο.
Πρώτος σταθμός, πρώτο ταξίδι, πρώτη ευρωπαϊκή μητρόπολη, το Λονδίνο στο “Matchpoint”. Σε αυτό το φιλμ ο δημιουργός, στοχαζόμενος πάνω σ’ ένα δικό του σημείο ισορροπίας, διερευνά το εύθραυστό των συμπτώσεων και των συγκυριών. Δεύτερο άνοιγμα στην Ευρώπη, στο “Βίκι, Κριστίνα, Μπαρτσελόνα”. Επιτέλους, μια ταινία που φλογίζεται από τον μεσογειακό ήλιο.
Και τώρα, το ταξίδι στο Παρίσι, στις ομορφιές του, στις ωραίες κυρίες (η Κάρλα Μπρούνι-Σαρκοζί σε μικρό ρόλο της ξεναγού), αλλά και στην κουλτούρα του τόπου. Αν “διαβάσει” κανείς πολύ προσεκτικά το έργο του Άλεν, θα αντιληφθεί μια βαθιά πικρία, μια διαπίστωση σε ό,τι αφορά τους συμπατριώτες του Αμερικανούς.

Ταξίδι στον χρόνο
Τους καταλογίζει, λοιπόν, πως τους λείπει η κουλτούρα, πως είναι μάλλον άξεστοι, και τους προτείνει ένα ταξίδι στις ρίζες της γνώσης και της παράδοσης. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που ο ήρωας, αμερικανός συγγραφέας (Όουεν Γουίλσον), ενεργοποιείται δημιουργικά και “αφυπνίζεται” όταν βρίσκεται στο Παρίσι. Και μπορεί μεν το φιλμ να παρακολουθείται άνετα, αλλά από κάτω υπάρχουν πολύ ενδιαφέρουσες βάσεις. Είναι το συλλογικό ασυνείδητο, η ταυτότητα του τόπου και το πέρασμα σε άλλες χωροχρονικές διαστάσεις. Τα “ταξίδια” είναι πολλά, αλλά επικεντρώνονται ιδίως στην εποχή του Μεσοπολέμου, όταν, μεταξύ άλλων, στο Παρίσι ζούσαν, δημιουργούσαν και επικοινωνούσαν αμερικανοί καλλιτέχνες πολύ υψηλού επιπέδου.
Και σε αυτή τη φάση ασκεί την κριτική στο παρόν της σύγχρονης αμερικανικής διανόησης, στην οποία σίγουρα ανήκει ο Άλεν. Ο ίδιος ποτέ του δεν το έκρυψε πως είναι νευρωτικός, διαφορετικός, ιδιαίτερος.

Και αυταρέσκεια
Η ταινία, λοιπόν, αποπνέει και έναν ναρκισσισμό, μια αυταρέσκεια. Ο καλλιτέχνης βυθίζεται σε γεράματα, επιζητά την πλατιά αναγνώριση και προσπαθεί να την επιβάλει. Αυτός είναι και ο κρυφός διάδρομος σ’ ένα απολαυστικό, επαναλαμβάνω, φιλμ, στο οποίο διακρίνει κανείς όλο το στιλ του Γούντι Άλεν: Προσοχή, λοιπόν, στη λειτουργική φωτογραφία - όσο για τη μουσική, είναι σαφώς ρετρό και εύστοχα επιλεγμένη.
Το φιλμ διαθέτει και μια μυστικιστική, μεταφυσική αύρα, εικονοποιεί μια παράδοξη, αρχετυπική φαντασίωση, βασικά των ανδρών. Μία συγκεκριμένη ώρα, λοιπόν, ένα σύνθημα, και από μια χωροχρονική διάβαση να περνάς στο αλλού. Θα ήταν λάθος να ξεπεράσουμε αυτό το στοιχείο με την αναφορά πως είναι οι κλασικές φυγές από τη μίζερη πραγματικότητα. Είναι ιδίως η αρσενική προσέγγιση του άλλου που ιντριγκάρει τον ήρωα.

Το παραπάνω βήμα
Ο Γούντι Άλεν διαθέτει σαφώς αυτό το φαντασιακό. Το έδειξε διαφορετικά και σε άλλες του ταινίες. Και έτσι μας στέλνει το “Μεσάνυχτα στο Παρίσι” ως την κατάλληλη διάβαση για το πέρασμα στο άλλο. Αν αφεθείς στην ταινία με την αθωότητα της παραδοχής των όσων συμβαίνουν, θα το έχεις το ταξίδι, θα ευχαριστηθείς, θα νιώσεις επιτέλους. Διαφορετικά, θα το δεις ως μια ευχάριστη ταινία, αλλά θα ήταν λάθος να μην προχωρήσουν οι θεατές αυτό -το αιτούμενο από τον δημιουργό- ένα βήμα παραπάνω.
Σε σχέση με το υπόλοιπο έργο του Γούντι Άλεν, αυτή είναι μία πολύ καλή επίδοση, που δεν μοιάζει με καμιά άλλη ταινία του, αλλά τελικά (με τον τρόπο της) τις περιλαμβάνει όλες. Άλλη μία μαγεία, λοιπόν.

makthes.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε ότι διαβάζετε και βοηθήστε το κουνάβι να μάθει περισσότερα για το τι προτιμάτε να διαβάζετε!

 
Top