Η άλλη είναι ότι, για λόγους διαφήµισης και ανταγωνισµού, πολλές ετικέτες, ενώ παρουσιάζονται ελκυστικές, στην πραγµατικότητα είναι δυσνόητες, µε αποτέλεσµα τελικά να αγνοούνται. Εάν τελικά ισχύει ότι η µισή αλήθεια είναι χειρότερη από ολόκληρο ψέµα και ότι η άγνοια είναι κακός σύµβουλος, τότε θα πρέπει να είµαστε διπλά προσεκτικοί, όταν διαλέγουµε τρόφιµα στους διαδρόµους του σούπερ µάρκετ.
Οι παραγωγοί είναι αναγκασμένοι, βάσει νόμου, να παρέχουν συγκεκριμένες πληροφορίες στους Ευρωπαίους καταναλωτές, είτε αυτές είναι τυπωμένες στη συσκευασία είτε αναγράφονται σε ετικέτες που επισυνάπτονται στα τρόφιμα. Το όνομα με το οποίο ένα προϊόν πωλείται δεν πρέπει να είναι παραπλανητικό, ούτε να προκαλεί σύγχυση στον καταναλωτή.
Πρέπει να περιλαμβάνει ή να συνοδεύεται από λεπτομέρειες ως προς τη φυσική κατάσταση του τροφίμου ή τη συγκεκριμένη επεξεργασία στην οποία έχει υποβληθεί [π.χ. παγωμένο, σε σκόνη, καπνιστό, UHT (πολύ υψηλής θερμικής επεξεργασίας), συμπυκνωμένο, κ.λπ.]. Η ετικέτα πρέπει να δηλώνει το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή. Επιπλέον, στην ετικέτα θα πρέπει να δηλώνεται σαφώς η καθαρή ποσότητα του τροφίμου πριν συσκευαστεί, οι οδηγίες για τη χρήση του, ανάλογα με τις ανάγκες, καθώς επίσης και οποιεσδήποτε ειδικές συνθήκες αποθήκευσής του.
Ας δούμε ποιες είναι οι συνηθέστερες «παγίδες» που κρύβουν οι ετικέτες τροφίμων:
Light τρόφιμα :
Αντίθετα µε την κοινή εντύπωση ότι τα light τρόφιµα δεν έχουν πολλές θερµίδες, η ένδειξη light δε σηµαίνει απαραίτητα ότι το τρόφιµο έχει λίγες θερµίδες και λιπαρά και ότι µπορεί να καταναλώνεται άφοβα. Αυτό εξηγεί και τις επιδηµιολογικές παρατηρήσεις στην Αµερική, ότι τις τελευταίες δυο δεκαετίες, τα ποσοστά παχυσαρκίας αυξάνονται παράλληλα µε τη διαθεσιµότητα light προϊόντων.
Σύµφωνα µε τους ευρωπαϊκούς κανόνες σήµανσης των τροφίµων, ένα προϊόν για να χαρακτηριστεί light θα πρέπει να έχει θερµιδικό περιεχόµενο τουλάχιστον κατά 30% µικρότερο συγκριτικά µε το προϊόν αναφοράς (πλήρες). Αν, για παράδειγµα, µια µαγιονέζα έχει φυσιολογικά 80% λιπαρά, η light έχει 40%. Συνεπώς, ένα θερµιδοφόρο τρόφιµο, εξακολουθεί να έχει πολλές θερµίδες, ακόµη και στη light εκδοχή του, γι’ αυτό και θα πρέπει να καταναλώνεται µε µέτρο.
«Χωρίς» και «χαμηλό» (free και low) :
Οι χαρακτηρισµοί «χωρίς» και «χαµηλό» σε αρκετές περιπτώσεις µπορεί να είναι ιδιαίτερα παραπλανητικοί, καθώς λανθασµένα ερµηνεύονται από τους καταναλωτές ότι δεν έχουν καθόλου ζάχαρη και λιπαρά, ενώ στην πραγµατικότητα περιέχουν, αλλά σε µικρές ποσότητες. Ακόµη κι εάν ένα τρόφιµο είναι ελεύθερο ή χαµηλό σε λίπος και ζάχαρη, λέει η ετικέτα του όλη την αλήθεια?
Όχι πάντα κι αυτό γιατί, όταν σε ένα τρόφιµο αναγράφεται «χωρίς ζάχαρη», δεν αποκλείεται ότι το τρόφιµο περιέχει άλλες γλυκαντικές ουσίες, ενώ όταν η ετικέτα αναφέρει «χαµηλό σε λίπος», το τρόφιµο περιέχει τουλάχιστον 3 γραµµάρια λιπαρών/100 γραµµάρια τροφίµου.
Επίσης, η χαµηλή περιεκτικότητα ενός τροφίµου σε λίπος δε σηµαίνει απαραίτητα ότι και η συγκέντρωσή του σε ζάχαρη είναι εξίσου χαµηλή και το αντίστροφο. Παραδείγµατος χάριν, σε µια συσκευασία δηµητριακών µε την ένδειξη χαµηλά σε λίπος, περιέχονται περίπου 13-14 κουταλιές ζάχαρη. Άρα για κάποιον που προσέχει τη διατροφή του, αυτή µάλλον δεν είναι η καλύτερη επιλογή.
Μέγεθος μερίδας :
Σύµφωνα µε πρόσφατη έρευνα του portal διατροφής mednutrition.gr, ένας στους δυο Έλληνες δε διαβάζει ποτέ τη συνιστώµενη µερίδα στις συσκευασίες τροφίµων, ενώ αυτοί που τη διαβάζουν χρειάζονται χαρτί και µολύβι για να την υπολογίσουν. Και αυτό γιατί στις διατροφικές ετικέτες, δεν είναι πάντα σαφές το ποια είναι η συνιστώµενη µερίδα. Μάλιστα, σε πολλά τρόφιµα, προκειµένου να είναι ελκυστικά, η αναγραφόµενη ως µερίδα στη συσκευασία αντιστοιχεί σε µικρότερη ποσότητα από αυτήν που τρώµε συνήθως, ώστε να φαίνεται ότι το προϊόν έχει λιγότερες θερµίδες και λιπαρά.
Σε αυτά, πρέπει να συνεκτιµήσουµε ότι οι συσκευασίες τροφίµων τα τελευταία 30 χρόνια έχουν σχεδόν διπλασιαστεί και ότι πλέον αγοράζουµε µεγαλύτερες συσκευασίες γιατί είναι οικονοµικά συµφέρουσες, µε αποτέλεσµα συχνά να παρασυρόµαστε και να καταναλώνουµε µεγαλύτερες µερίδες.
«Φρέσκο» «Βιολογικό» και «παραδοσιακό» :
Έρευνα του Ιδρύµατος «Αριστείδης Δασκαλόπουλος» αποκαλύπτει ότι οι καταναλωτές πιστεύουν πως οι ετικέτες δεν αποτυπώνουν πάντα την αλήθεια για τα προϊόντα. Για παράδειγµα, το 64% εµπιστεύεται το προϊόν όταν αυτό φέρει πληροφορία σχετική µε την ελληνικότητά του («παραδοσιακό»), ενώ µόλις το 50% εµπιστεύεται τους χαρακτηρισµούς «φρέσκο» και «βιολογικό προϊόν».
Σύµφωνα, µάλιστα, µε το Κέντρο Προστασίας Καταναλωτών, οι ισχυρισµοί αυτοί σε αρκετές περιπτώσεις είναι «κενοί νοήµατος και άρα παραπλανητικοί». Για παράδειγµα, τα παραδοσιακά προϊόντα θα πρέπει να φέρουν ειδική σήµανση που να πιστοποιεί την κατοχύρωση της γεωγραφικής τους προέλευσης και τον τρόπο παραγωγής τους. Συνεπώς, δεν αρκεί η συνταγή της γιαγιάς για να δηλωθεί ένα τρόφιµο ως παραδοσιακό. Παρόµοιες προϋποθέσεις ισχύουν και για τα βιολογικά τρόφιµα, στα οποία είναι υποχρεωτικό να σηµαίνεται ο Φορέας Ελέγχου και Πιστοποίησης.
Για τις βιοµηχανίες τροφίµων εξάλλου, οι λέξεις αποκτούν µάλλον διαφορετικό νόηµα, µιας και ο χαρακτηρισµός «φρέσκο» και «φυσικό» σε καµία περίπτωση δεν σηµαίνουν ότι το φρούτο µόλις κόπηκε από το δέντρο και ότι συσκευάστηκε σε χυµό. Είναι ενδεικτικό ότι, σύµφωνα µε βρετανική έρευνα, τέσσερις στους δέκα καταναλωτές όταν διαβάζουν σε µια συσκευασία την ένδειξη «φρουτοποτό» πιστεύουν πως το βασικό συστατικό του χυµού που επιλέγουν είναι τα φρούτα. Στην πραγµατικότητα όµως, η συσκευασία µπορεί να περιέχει χυµό φρούτου, σε ποσοστό µόλις 5%!
Συνιστώμενη ημερήσια ποσότητα (ΣΗΠ) :
Το 17% των καταναλωτών βρίσκει δυσνόητη τη ΣΗΠ -αυτό δεν είναι αξιοπερίεργο, αν αναλογισθούµε ότι απαιτείται συχνά κοµπιουτεράκι για να την υπολογίσουµε. Πέραν της αντικειµενικής δυσκολίας υπολογισµού της, κρύβεται και ο κίνδυνος της ελλιπούς ή και σε αρκετές περιπτώσεις υπερβολικής πρόσληψης ενός συστατικού. Έτσι, για παράδειγµα, στα εµπλουτισµένα τρόφιµα χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην κατανάλωση περισσοτέρων της µιας µερίδας, προκειµένου να αποφευχθεί η υπερκάλυψη των ηµερήσιων αναγκών στο συστατικό που έχει εµπλουτιστεί (π.χ. ασβέστιο), ενώ σε άλλα απαιτείται κατανάλωση πέραν της µιας µερίδας/ηµέρα προκειµένου να δράσουν ευεργετικά στον οργανισµό (π.χ. Φυτοστερόλες).
Αλλεργίες :
Πολλοί καταναλωτές είναι αλλεργικοί σε διάφορα είδη τροφίμων. Αρκετά τρόφιμα επίσης, εμπεριέχουν ίχνη συστατικών (π.χ. αυγών, ξηρών καρπών, ζάχαρης κ.α.) που ούτε καν αναφέρονται στην ετικέτα. Έτσι, αν π.χ. κάποιος καταναλωτής είναι αλλεργικός στα αμύγδαλα και σε κάποιο τρόφιμο εμπεριέχονται ίχνη αμυγδάλου, χωρίς όμως να αναγράφονται στην ετικέτα, τότε κινδυνεύει άμεσα η ζωή του απλά και μόνο από ελλιπή πληροφόρηση.
Οι καταναλωτές δυστυχώς έχουν χαθεί στη µετάφραση των ετικετών, οι οποίες µε τη σειρά τους «ακροβατούν» µεταξύ νόµου και
βιοµηχανίας τροφίµων. Νικητής και χαµένος δεν υπάρχει. Οι βιοµηχανίες αντιµετωπίζονται µε δυσπιστία την ώρα που οι καταναλωτές πέφτουν σε παραπλανητικές παγίδες. Οι ετικέτες δεν είναι µόνο διαφήµιση και µάρκετινγκ, αλλά γνώση και πληροφορία!
http://food-isimo.blogspot.com/2011/06/blog-post_09.html
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε ότι διαβάζετε και βοηθήστε το κουνάβι να μάθει περισσότερα για το τι προτιμάτε να διαβάζετε!