Ο Ιωάννης Καποδίστριας (1776-1831) ήταν διπλωμάτης, πολιτικός, πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας και θεμελιωτής του σύγχρονου ελληνικού κράτους.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 11 Φεβρουαρίου 1776. Ο Νικόλαος Σπηλιάδης γράφει στα απομνημονεύματά του, ότι πρόγονος του Ιωάννη Καποδίστρια έκανε κάποιο ανδραγάθημα και έλαβε τον τίτλο και την κομητεία της Ιουστινιαπόλεως (Capo d' Istria) το 1290 από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β της Γερμανίας. Οι δυο αδερφοί Βίκτωρ και Νικόλαος Καποδίστριας μετανάστευσαν από την Ίστρια στην Κέρκυρα το 1329 (ή το 1373). Ο τίτλος του κόμη (count Capodistria) λήφθηκε από τον Charles Emmanuel, δούκα του Savoy, το 1689.

Ο πατέρας του Ιωάννη Καποδίστρια ήταν ο Αντώνιος Μαρία Καποδίστριας και η μητέρα του η Διαμαντίνα Γονίμου. Ο Καποδίστριας σπούδασε ιατρική και νομική στην Πάντοβα της Ιταλίας. Το 1797 δούλεψε σαν ιατρός στην Κέρκυρα και στη σύντομη ρωσική κατοχή ο Καποδίστριας διορίστηκε επικεφαλής στο στρατιωτικό νοσοκομείο.

Η πρώτη διπλωματική νίκη που πέτυχαν ο Ιωάννης Καποδίστριας και ο αδερφός του, ήταν η απελευθέρωση του πατέρα τους Αντώνιου Καποδίστρια, το 1799, αριστοκράτη που είχε φυλακιστεί όταν είχε αλλάξει το καθεστώς στα Ιόνια νησιά. Η Γαλλική Επανάσταση επηρέασε τα Ιόνια νησιά και τελικά το 1800, μετά τη συνθηκολόγηση Αγγλίας-Ρωσίας, οι Γάλλοι εγκατέλειψαν τα Επτάνησα και η συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας) τα αναγνώρισε ως ημιαυτόνομη "Πολιτεία των Επτά Ηνωμένων Νήσων" υπό τη διακυβέρνηση των ευγενών. Ο Καποδίστριας διορίστηκε από τον Μοτσενίγγο γραμματέας της επικρατείας (πρωθυπουργός) στην επτανησιακή γερουσία το 1803 και τα επόμενα χρόνια είχε καθοριστική φωνή στα θέματα της πολιτείας. Οι δημοκρατικές αλλαγές που έκανε στο "Βυζαντινό Σύνταγμα" που προέβλεπε η συνθήκη, είχαν σαν αποτέλεσμα να σταλεί απεσταλμένος των Μεγάλων Δυνάμεων για να τον ελέγξει, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τις πολιτικές ικανότητες και το ήθος του Καποδίστρια. Ψηφίστηκε ομόφωνα για πρωθυπουργός στις εκλογές για αλλαγή της γερουσίας, και το 1803 ψηφίστηκε ένα πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό σύνταγμα. Ο Καποδίστριας έδωσε ιδιαίτερο βάρος στη διοίκηση και στην παιδεία, είχε μάλιστα καθιερώσει την δημοτική ως επίσημη γλώσσα του κράτους.

Το 1807 του ανατέθηκε, ως στρατιωτικό κυβερνήτη, η υπεράσπιση της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας) ενάντια στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Αυτή την εποχή ήρθε σε επαφή με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Μπότσαρη, τον Καραϊσκάκη και άλλους οπλαρχηγούς που μετέπειτα πρωτοστάτησαν στην Επανάσταση του 1821.

Όταν, το 1808, η συνθήκη του Τιλσίτ (7 Ιουλίου 1807) έδωσε τα Επτάνησα στον Ναπολέων, ο Καποδίστριας δεν παύει να θεωρεί τη Ρωσία σαν τον πιο αξιόπιστο σύμμαχο για τα ελληνικά συμφέροντα. Αρνήθηκε προσφορές της γαλλικής κυβέρνησης και τελικά αποδέχτηκε την πρόσκληση του καγκελαρίου Ρωμαντζώφ να υπηρετήσει τον Τσάρο Αλέξανδρο Α. Το 1809 έλαβε μια τιμητική θέση στο υπουργείο εξωτερικών και το 1811 διορίστηκε ακόλουθος του Βαρώνου Stackelberg, Ρώσου πρεσβευτή στην Βιέννη. Σχεδόν αμέσως, ο Μέττερνιχ αναθέτει στον υπουργό αστυνομίας της Αυστρίας την παρακολούθηση του Καποδίστρια. Οι γνώσεις του για την Εγγύς Ανατολή θεωρήθηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες και την επόμενη χρονιά μετατέθηκε, ως επικεφαλής του διπλωματικού γραφείου, στον Ναύαρχο Τσιτσακώφ, στην αποστολή στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Η υποκίνηση ταραχών ήταν ένας αντιπερισπασμός για την Βαλκανική χερσόνησο και απέτρεπε τη σύναψη συμμαχίας Αυστρίας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
 Η αποτυχία του Τσιτσακώφ το 1812 όταν αντιμετώπισε τον Ναπολέοντα στο πέρασμα της Beresina, και η απομάκρυνσή του, δεν επηρέασαν καθόλου τον Καποδίστρια που δεν είχε καμία εμπλοκή. Το 1813 διορίστηκε στο προσωπικό του Barclay de Tolly ως "ενεργός σύμβουλος της αυτοκρατορίας" και για τις υπηρεσίες του κατά τον πόλεμο Γαλλίας-Ρωσίας, ο Καποδίστριας παρασημοφορήθηκε τρεις φορές.

Καθώς οι σύμμαχοι προέλαυναν, ο Καποδίστριας στάλθηκε στην Ελβετία για να εγγυηθεί την αποχώρηση της ελβετικής δημοκρατίας από την γαλλική συμμαχία. Αλλά, αντίθετα με τις οδηγίες για ουδετερότητα της Ελβετίας, ο Καποδίστριας υπέγραψε υπ' ευθύνη του, την διακήρυξη του πρίγκιπα Schwarzenberg, δηλώνοντας την πρόθεση των συμμαχικών στρατευμάτων να προωθηθούν μέσα από την Ελβετία. Ο σκοπός του ήταν να αποτρέψει την εμφάνιση διαφωνιών ανάμεσα στους συμμάχους, και ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος, στον οποίο έσπευσε να δώσει εξηγήσεις προσωπικά, επιδοκίμασε τις κινήσεις του Καποδίστρια.

Στο συνέδριο της Βιέννης ο Καποδίστριας ήταν αυτός που ουσιαστικά κινούσε τα νήματα της ρωσικής πολιτικής. Ένα από τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων ήταν να ανακηρυχθούν τα Επτάνησα ανεξάρτητα ως "Ηνωμένα κράτη των Ιονίων νήσων" υπό την προστασία της Μεγάλης Βρετανίας, πράγμα που αποτελούσε υποχώρηση από την αρχική πρόθεση της Βρετανίας να αποτελούν τα Επτάνησα βρετανική κτήση. Έγραφαν σχετικά με αυτό το γεγονός οι Times λίγα χρόνια αργότερα: "δεχτήκαμε την προστασία της Επτανήσου, με την αίτηση ενός Ρώσου υπουργού, που έχει ελληνική καταγωγή".

Τον Ιανουάριο του 1816 ο Ιωάννης Καποδίστριας διορίζεται υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας, μετά την διακήρυξη της Ιεράς Συμμαχίας. Θεωρείται ότι ο διορισμός του επισπεύστηκε λόγω της αποκάλυψης μυστικής συνθήκης εναντίον της Ρωσίας, μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Αυστρίας που είχε καταφέρει ο Καποδίστριας το προηγούμενο έτος. Ταυτόχρονα με τον Καποδίστρια είχε την ίδια θέση και ο κόμης Νέσσελρωντ - να σημειώσουμε ότι ήταν σύνηθες να υπάρχουν δύο υπουργοί στο ίδιο υπουργείο στη Ρωσία. Το 1817 γίνεται Ελβετός πολίτης σε αναγνώριση της συμβολής του στη δημιουργία του ομοσπονδιακού συστήματος της Ελβετίας (καντόνια).

Το 1818 αντιπροσώπευσε την Ρωσική Αυτοκρατορία στο συνέδριο στην Ακυϊσγράνο. Το διπλωματικό "παιχνίδι" του Τσάρου και του Καποδίστρια, ανέτρεψε τα σχέδια διαμελισμού της Γαλλίας και μοιρασμού των εδαφών της στην Αυστρία, στην Αγγλία και στην Πρωσία. Συγκεκριμένα, ο υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας, δούκας Ρισελιέ, συνέταξε μία επιστολή μαζί με τον Καποδίστρια, την οποία επιστολή αντέγραψε και υπέγραψε ο βασιλιάς της Γαλλίας. Στην επιστολή ο Λουδοβίκος ΙΗ παρέδιδε το στέμμα του στους τέσσερεις συμμάχους. Μπροστά στο αδιέξοδο αυτό, οι Μεγάλες Δυνάμεις δέχτηκαν το ρωσικό σχέδιο και ξέχασαν τα "όνειρά" τους για διαμελισμό της Γαλλίας. Ο Καποδίστριας τιμήθηκε ιδιαίτερα από τον Λουδοβίκο ΙΗ για τις υπηρεσίες του προς τη Γαλλία.
Ο Γάλλος βασιλιάς θέλησε επίσης να στείλει ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό στον Καποδίστρια, αντ' αυτού ο μεγάλος πολίτικός ζήτησε να εφοδιασθούν με βιβλία οι ελληνικές βιβλιοθήκες στα Επτάνησα.

Το 1819 Ο Καποδίστριας επισκέπτεται τα Ιόνια Νησιά για να δει τον άρρωστο πατέρα του. Εκεί έγινε δέκτης πολλών παραπόνων από τους κατοίκους για τον Άγγλο διοικητή Μαίτλαντ και διαμαρτυρήθηκε εγγράφως για την κατάσταση. Η Αγγλική κυβέρνηση, αντί να περιορίσει τον Μαίτλαντ, ζήτησε επίμονα από τον Τσάρο να αποπέμψει τον υπουργό του, αλλά μάταια.

Στα μάτια του Μέττερνιχ ο Καποδίστριας ήταν η αποκορύφωση του φιλελευθερισμού, ο υπεύθυνος για τις ιδιοτροπίες του Τσάρου και, για να χρησιμοποιήσουμε μια λαϊκή φράση, η ρίζα όλων των κακών. Οι εκθέσεις των αυστριακών κατάσκοπων για τον Καποδίστρια συντάρασσαν τακτικά την αυστριακή αυλή. Οι διπλωματικές επιτυχίες του Καποδίστρια, προβλημάτιζαν αλλά κι ανέτρεπαν τα σχέδια τόσο του Μέττερνιχ όσο και του Βρετανού υπουργού Κάσλρηγ (Robert Stewart Viscount Castlereagh). Για τον Μέττερνιχ η συντριβή της επιρροής του Καποδίστρια συνδέθηκε με την πολιτική του σωτηρία.

Πριν την Επανάσταση του 1821 ο Καποδίστριας προσπαθούσε επανειλημμένα, από το πρώτο έτος του διορισμού του ως υπουργού εξωτερικών, να πείσει τον Τσάρο να επιτεθεί στρατιωτικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα - ο Τσάρος ήθελε οπωσδήποτε να αποφύγει τον πόλεμο.

Όταν τον επισκέφθηκε ο Γαλάτης, μέλος της Φιλικής Εταιρείας που δολοφόνησαν αργότερα οι ίδιοι οι Φιλικοί, ο Καποδίστριας τον έδιωξε κακήν-κακώς, αγανακτισμένος στο άκουσμα για μυστική εταιρεία που ετοιμάζει επανάσταση. Όταν, αργότερα, επιχείρησε συνάντηση μαζί του ο Ξάνθος, ο Καποδίστριας δεν δέχτηκε να τον συναντήσει "ούτε για ένα δευτερόλεπτο".

Η Φιλική Εταιρεία, βρήκε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη τον άνθρωπο που θα προσωποποιούσε την Ανώτατη Αρχή. Όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έχοντας λάβει τις αποφάσεις του, συναντήθηκε με τον Καποδίστρια το καλοκαίρι του 1820, ο Καποδίστριας του σύστησε την προσοχή "να μην εξαρτηθεί από τους ραδιούργους που παριστάνουν ότι έχουν την εντολή του ελληνικού έθνους". Ο πρίγκιπας Υψηλάντης ανταπάντησε πως δεν ανήκουν όλοι σ' αυτήν την κατηγορία και δείχνοντας στον Καποδίστρια ένα έγγραφο με ονόματα, πυροδότησε την έκρηξη του Καποδίστρια "Ακριβώς αυτοί οι κατασκευαστές των σχεδίον είναι που ωθούν την Ελλάδα στην καταστροφή. Είναι οι ελεεινοί πρώην υπάλληλοι εμπορικών καταστημάτων που από την κακή τους διαγωγή καταστραφήκαν οικονομικά και τώρα αφαιρούν, στο όνομα της πατρίδας, τα χρήματα των καλόψυχων. Θέλουν να σας έχουν στη συνωμοσία τους", έλεγε ο Καποδίστριας στον Υψηλάντη, "για να κάνουν αξιόπιστες τις σκευωρίες τους. Μην δίνεται πίστη στους ανθρώπους αυτούς". Ο Υψηλάντης, επεσήμανε τότε σωστά στον Καποδίστρια, την πολύ δύσκολη θέση των Ελλήνων και τον βαρύ τουρκικό ζυγό.Ο Καποδίστριας του εξέθεσε με τη σειρά του τα πιστεύω του, ότι αν οι Έλληνες συνεχίσουν να πολεμούν στα βουνά και κρατήσουν οι Σουλιώτες στον πόλεμο ενάντια του Αλή Πασά, με τον χρόνο θα πειστούν οι Ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις να βοηθήσουν.

Ο Αυστριακός καγκελάριος Μέττερνιχ έβαλε τώρα εμπρός όλες τις δυνάμεις του να φέρει τον Αλέξανδρο κάτω από την επιρροή του, και να νικήσει τον Καποδίστρια. Το 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με την επιδρομή στα δουνάβια πριγκηπάτα έδωσε μια ευκαιρία στον Μέττερνιχ. Ο Τσάρος αναθέτει στον Καποδίστρια να γράψει μια αποδοκιμαστική επιστολή προς τον Υψηλάντη. Ο Μέττερνιχ όμως κατηγορούσε πλέον ευθέως τον Καποδίστρια ως υποκινητή της Ελληνικής Επανάστασης και ο Καποδίστριας έλεγχε από την μεριά του την Αυστρία και τον Μέττερνιχ προσωπικά, ότι ενθάρρυναν τις εξεγέρσεις στη Γερμανία.

Στις 6 Ιουλίου του 1821 ο Στρογκανώφ, Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, επιδίδει τελεσίγραφο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε, στο οποίο την καλεί να σεβαστεί τα δικαιώματα των χριστιανών που κατοικούν στα εδάφη της. Ο Ιωάννης Καποδίστριας προτείνει, ως επακόλουθο της διακοπής διπλωματικών σχέσεων της Ρωσίας με την Τουρκία να καταλάβει ο στρατός του Τσάρου καίρια σημεία στην Δακία μα ο Τσάρος απορρίπτει την πρόταση. Ο Τσάρος έρχεται πλέον όλο και πιο κοντά στις θέσεις του Μέττερνιχ, του οποίου η παρέμβαση αποτρέπει την πλήρη ρήξη Ρωσίας και Τουρκίας.

Το 1822, ο φόβος για επανάσταση στην Πολωνία φέρνει τον Τσάρο στα νερά του Μέττερνιχ. Οι συνεχείς διαβολές του τελευταίου ενάντια στον Καποδίστρια φαίνεται να έχουν επηρεάσει τον Τσάρο, που διαφωνεί όλο και πιο συχνά με τις προτάσεις του Καποδίστρια. Εξήγησε αρχικά στον Νέσσελρωντ ότι πρόκειται να παραιτηθεί, και όπως γράφει ο Καποδίστριας "η απόφασή μου φάνηκε να θλίβει τον Νέσσελρωντ". Ζήτησε ιδιαίτερη ακρόαση απ' τον αυτοκράτορα και στις μεταξύ εβδομάδες, ο Καποδίστριας παρίστατο στις διάφορες συνεδρίες, χωρίς όμως να συμμετέχει. Όταν τον δέχτηκε ο Τσάρος για ακρόαση, ο Καποδίστριας εξέθεσε συνοπτικά το έργο του ως υπουργού εξωτερικών και δήλωσε ότι πλέον ο ίδιος έχει καθήκοντα ως Έλληνας πατριώτης που έρχονται σε σύγκρουση με την ιδιότητά του και τα καθήκοντά του ως υπουργού της Ρωσίας.
Τελικά ο Τσάρος δέχτηκε την παραίτηση αλλά του ζήτησε πρώτα να φέρει σε πέρας τις υποθέσεις που του είχαν ανατεθεί και ειδικά σχετικά με τα βορειοδυτικά παράλια της Αμερικής. Μετά την ακρόαση, ο Τσάρος έσφιξε στην αγκαλιά του τον Καποδίστρια - χειρονομία μάλλον ασυνήθιστη για έναν αυτοκράτορα μα ταιριαστή στην κατάσταση - για να τον ευχαριστήσει για το πολύτιμο έργο που πρόσφερε στη Ρωσία.
Ο Τσάρος Αλέξανδρος θα καταλάβαινε πολύ αργότερα τις μηχανορραφίες και τις απάτες του Μέττερνιχ. Μετά από τρία έτη μάταιες διαπραγματεύσεις ο Τσάρος θα διακήρυττε ότι θα δράσει χωρίς τους συμμάχους. Είπε μάλιστα σε ένα απ' τους αυλικούς του ότι εκείνη τη στιγμή (που αντιλήφθηκε τα λάθη του) εκτίμησε τον Καποδίστρια όσο ποτέ άλλοτε. Σκόπευε μάλιστα να επαναφέρει τον Καποδίστρια στην θέση που είχε, αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος.

Ο Καποδίστριας περνάει κάποιο διάστημα στην Ελβετία, όπου όπως αναφέραμε και νωρίτερα έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης. Ο Καποδίστριας έγινε επίτιμος πρόεδρος πολλών ακαδημιών, έλαβε τρεις Μεγαλόσταυρους από τον Ρώσο Αυτοκράτορα και δύο από τον Βασιλιά της Πρωσίας. Στη Γενεύη της Ελβετίας συσφίχτηκαν οι σχέσεις του Καποδίστρια με τον, γνωστό του από παλαιότερα, Εϋνάρδο (Jean-Gabriel Eynard). Ο φιλέλληνας Εϋνάρδος, βοήθησε οικονομικά τον Αγώνα του 1821 αλλά και αργότερα το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, υποστήριξε μάλιστα οικονομικά την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας. Ο Καποδίστριας είχε διαρκή επιστολογραφία με φίλους και γνωρίμους του, στη Γαλλία, στη Γερμανία και φυσικά στη Ρωσία, τους οποίους παρακαλούσε να βοηθούν τα θύματα των Τούρκων, που είχαν υποστεί ζημιές μετά την Επανάσταση.

Από τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821, οι επικεφαλής του Αγώνα αναζητούσαν ένα πρόσωπο από βασιλικό οίκο ή κάποιον υψηλό αξιωματούχο για να γίνει ηγεμόνας του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Αν και ο Καποδίστριας είχε ισχυρούς δεσμούς με αρκετούς οπλαρχηγούς, ούτε ο ίδιος ούτε κάποιος από αυτούς έκαναν λόγο για κάτι τέτοιο. Πρώτος, το 1824, ο εθνικός ευεργέτης Βαρβάκης πρότεινε να δοθεί η προεδρία της Κυβέρνησης στον Καποδίστρια, αλλά μαζί του συμφώνησε μόνο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Να σημειώσουμε ότι ο Βαρβάκης είχε κάνει μια μεγάλη δωρεά το 1818 για ίδρυση ελληνικού πανεπιστημίου στην Οδησσό.
Το 1824 ιδρύεται από τον λόρδο Γκίλφορντ η Ιόνιος Ακαδημία στην Κέρκυρα, για το οποίο έγραφε η Εγκυκλοπαιδική Επιθεώρηση του Παρισιού (Revue Encyclopedique de Paris): "κανείς δε βοήθησε περισσότερο από τον Καποδίστρια".

Το 1825 έστειλε και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης επιστολή στον Καποδίστρια, με την οποία τον καλούσε να κυβερνήσει την Ελλάδα. Τελικά, οι εμφύλιοι πόλεμοι, η αναρχία και οι αντιξοότητες γενικά, οδήγησαν τα μέλη της Συνέλευσης στην Τροιζήνα να ανακηρύξουν ομόφωνα, στις 3 Απριλίου του 1827 τον Καποδίστρια Κυβερνήτη της Ελλάδος για μια επταετία. Απ' τους πρώτους υποστηρικτές ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ο Σπυρίδων Τρικούπης σημειώνει ότι o ο διορισμός του Καποδίστρια για επτά χρόνια δυσαρέστησε διάφορους φιλόδοξους πολιτικούς, αλλά κανείς δεν τόλμησε να εκφραστεί δημόσια.

Υπήρχαν κάποιοι φόβοι για αγγλική αντίδραση, αλλά ο Άγγλος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Stratford Canning (ξάδερφος του George Canning του οποίου το όνομα φέρει η πλατεία Κάνιγγος), όταν ρωτήθηκε για την θέση της αγγλικής κυβέρνησης απάντησε θετικά για την εκλογή του Καποδίστρια. Οι Άγγλοι επεδίωκαν νωρίτερα να εκλεγεί ο πρίγκιπας Λεοπόλδος, ο οποίος διορίστηκε ηγεμών της Ελλάδος με το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830, αλλά τελικά παραιτήθηκε από το αξίωμα. Πάντως η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, για να "ικανοποιήσει" την Αγγλία εξέλεξε τον Κόχραν αρχιναύαρχο των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων και τον Τσορτς αρχιστράτηγο της ξηράς.

Ο ίδιος ο Καποδίστριας πληροφορήθηκε για την εκλογή του περί τον Μάιο του 1827 και ξεκίνησε περιοδεία σε ευρωπαϊκές αυλές. Ο Τσάρος Νικόλαος τον υποδέχτηκε πολύ θετικά, δείχνοντας όχι μόνο την εκτίμηση προς το πρόσωπό του αλλά αναγνωρίζοντάς τον ως κυβερνήτη της Ελλάδας. Κατόπιν επισκέφτηκε το Παρίσι και το Λονδίνο, όπου έλαβε ενθαρρυντικές διαβεβαιώσεις.

Έτσι λοιπόν φτάνει στο Ναύπλιο, στις 6 Ιανουαρίου του 1828 και στις 11 Ιανουαρίου στην έδρα της κυβέρνησης στην Αίγινα. Από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να έλθει πλοίο από την Ανκόνα με φορτίο καλαμποκιού και από την Αγγλία φορτίο με πατάτες, καθώς και το ποσό των 300.000 φράγκων για το άδειο εθνικό ταμείο.

Είναι σε όλους γνωστό το χαρακτηριστικό επεισόδιο με τον φρουρό και τις πατάτες, με το έξυπνο τρόπο που μηχανεύτηκε ο Καποδίστριας για να κινήσει το ενδιαφέρον των Ελλήνων για το νέο και φτηνό λαχανικό - κάποιοι μάλιστα του είχαν δώσει το παρατσούκλι Γιάννης Πατάτας για την σχετική επιμονή του. Αργότερα ο Καποδίστριας κάλεσε τον Ιρλανδό Stevenson για να βοηθήσει ως ειδικός στην καλλιέργεια πατάτας.

Το πολίτευμα της Τροιζήνας ήταν ασυμβίβαστο με την συνθήκη των συμμαχικών Δυνάμεων της 6 Ιουλίου 1827, κι έτσι ο Καποδίστριας ίδρυσε το Πανελλήνιο. Το Πανελλήνιο ήταν ένα νομοθετικό σώμα 27 μελών, με Γραμματέα της Επικρατείας (πρωθυπουργό) τον ιστορικό Σπυρίδων Τρικούπη. Η Πελοπόννησος χωρίστηκε σε έξι τμήματα και στο καθένα διόρισε έναν Έκτακτο Επίτροπο (νομάρχη), στα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά άφησε τα διοικητικά όπως ήταν.

Ο Καποδίστριας ανέθεσε στον Ανδρέα Μιαούλη την εξουδετέρωση των πειρατών. Φρόντισε την εξαγορά πολλών Ελλήνων αιχμαλώτων και δημιούργησε τακτικό στρατό. Κατάφερε μάλιστα, μαζί με τον αδερφό του Αυγουστίνο να διώξει τις τουρκικές φρουρές από το Αντίρριο, την Ναύπακτο, το Μεσολόγγι και το Ανατολικό - πράγμα που είχε προσπαθήσει με αποτυχία ο αρχιστράτηγος Τσορτς. Η στρατιωτική οργάνωση έφερε θετικά αποτελέσματα και στην Στερεά Ελλάδα, γεγονός που εκμεταλλεύθηκε πάρα πολύ ο Καποδίστριας στην διπλωματική διεκδίκηση μεγαλύτερων συνόρων.

Στην Τίρυνθα ίδρυσε γεωργική σχολή και διατήρησε το παλιό σύστημα της δεκάτης στα γεωργικά προϊόντα. Στον Πόρο ίδρυσε Εκκλησιαστική Σχολή και στην Αίγινα τυπογραφείο και λιθογραφείο. Ίδρυσε ναυπηγεία στον Πόρο και στο Ναύπλιο και χορήγησε δάνειο στους νησιώτες για να πάρουν καινούρια πλοία. Προχώρησε επίσης στην ίδρυση δικαστηρίων και στην θέσπιση "Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας". Μερίμνησε για την ανοικοδόμηση του Μεσολογγίου και των Πατρών. Κατήρτησε κτηματολόγιο και ίδρυσε ληξιαρχεία.

Την 1η Ιανουαρίου 1829 κυκλοφορεί στην Ελλάδα ο Φοίνικας, το πρώτο νόμισμα του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Έχει ενδιαφέρον να συγκρίνουμε την φειδωλία του Καποδίστρια στις δημόσιες δαπάνες και το εθνικό ταμείο που άφησε μετά την δολοφονία του, με το έλλειμμα των 17 εκατομμυρίων που άφησε πίσω της η Αντιβασιλεία. Ιδρύθηκε επίσης Ορφανοτροφείο στην Αίγινα, αλληλοδιδακτικά σχολεία και το Κεντρικό Σχολείο το οποίο θα προετοίμαζε όσους ήθελαν να ακολουθήσουν ανώτερη εκπαίδευση. Ο Καποδίστριας, σε αντίθεση με τον Γκίλφορντ ιδρυτή της Ιόνιας Ακαδημίας, πίστευε ότι πρώτα έπρεπε να μορφωθούν οι μαθητές, και αφού υπάρξει ικανό δυναμικό αποφοίτων μέσης εκπαίδευσης θα έπρεπε να ιδρυθεί πανεπιστήμιο.

Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1828 οι Μεγάλες Δυνάμεις έθεταν υπό την προσωρινή προστασία τους την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες και τα ενδιάμεσα νησιά. Ο Καποδίστριας, όπως αναφέραμε παραπάνω, έκανε τα αδύνατα δυνατά για την διεύρυνση των συνόρων του ελληνικού κράτους. Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830 συμπεριλάμβανε στην ελεύθερη Ελλάδα την Εύβοια και μεγάλο μέρος της Στερεάς Ελλάδας. Οι διπλωματικές κινήσεις του Καποδίστρια είχαν σαν αποτέλεσμα τον Σεπτέμβριο του 1831, μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, να οριστεί βόρειο σύνορο της Ελλάδας η νοητή γραμμή από τον Παγασητικό ως τον Αμβρακικό κόλπο.

Η αδυναμία της Γαλλίας και, πρωτίστως, της Αγγλίας να ελέγξουν τον Καποδίστρια - τον οποίο δεν μπορούσαν να ελέγξουν ούτε όταν ήταν υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας - και η έντονη επιθυμία τους να καταστήσουν την Ελλάδα δικό τους προτεκτοράτο, ώθησε τις δύο κυβερνήσεις να λάβουν άλλα μέτρα. Οι δύο αντιπρέσβεις, Αγγλίας και Γαλλίας, ενθάρρυναν την φιλοαγγλική και φιλογαλλική μερίδα των πολιτικών. Οι πιο φιλόδοξοι των πολιτικών αντιπάλων του Καποδίστρια, έχοντας στο πλάι τους κάποιους διανοούμενους που θεωρούσαν αυταρχική την διακυβέρνηση του Καποδίστρια σχημάτισαν την αντιπολίτευση και προετοιμάζονταν για ανταρσία.

Το σημαντικότερο απ' όλα όμως ήταν η πρόθεση του Καποδίστρια να ελέγξει τα οικονομικά και η λήψη διαφόρων διοικητικών και φορολογικών μέτρων που έθιγαν τα συμφέροντα που είχαν οι κοτζαμπάσηδες, οι μεγαλο-ιδιοκτήτες γης και οι πλοιοκτήτες της Ύδρας. Οι εξεγέρσεις στην Στερεά Ελλάδα υπό τον Καρατάσσο, τον Γρίβα και υπό την οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων στην Μάνη, ούτε πέτυχαν, ούτε βρήκαν απήχηση στον απλό κόσμο.

Ο Μιαούλης θα συμπαραταχθεί με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Η κατάσταση με τους Υδραίους κλιμακώθηκε και ο Καποδίστριας έδωσε εντολή στον Κανάρη να έχει σε ετοιμότητα τον ελληνικό στόλο στον ναύσταθμο του Πόρου. Τον Ιούλιο του 1831 ο Μιαούλης, υπό τις κατευθύνσεις του Μαυροκορδάτου, καταλαμβάνει την ναυαρχίδα "Ελλάς" και τη φρεγάτα "Σπέτσες". Ο Καποδίστριας ζητάει από την Αγγλία, την Γαλλία και την Ρωσία την βοήθειά τους σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαν από την Επιτροπή του Λονδίνου. Όμως οι ναύαρχοι Αγγλίας και Γαλλίας αρνούνται να δώσουν οποιαδήποτε βοήθεια, προφανώς έχοντας ειδικές οδηγίες απ' τις κυβερνήσεις τους. Ο Ρώσος ναύαρχος Ρικόρδ πείθεται απ' τον Καποδίστρια και πηγαίνει με τη ρωσική μοίρα στον Πόρο, όπου προσπαθεί να μεταπείσει τον Μιαούλη.

Στις 27 Ιουλίου ο Ρικόρδ επιτέθηκε κάμπτοντας το ηθικό των στασιαστών. Την 1η Αυγούστου, ο Μιαούλης σε μια στιγμή απελπισίας για την οποία θα μετάνιωνε μια ζωή, άναψε φυτίλια στις μπαρουταποθήκες των τεσσάρων μεγαλύτερων πλοίων. Έτσι καταστράφηκε η "Ελλάς" και η "Ύδρα", ενώ τα άλλα δύο πλοία σώθηκαν από θαρραλέους αγωνιστές που αφαίρεσαν τα φυτίλια.

Η τελευταία αποτυχία ανταρσίας από την αντιπολίτευση οδήγησε στην συνωμοσία για την δολοφονία του Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας φυλάκισε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη ως κατηγορούμενο για την εξέγερση της Μάνης. Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης (αδερφός του Πετρόμπεη) και ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης (γιος του Πετρόμπεη), περίμεναν την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 1831 τον Καποδίστρια έξω απ' τον ιερό ναό Αγίου Σπυρίδωνος στο Ναύπλιο. Καθώς ο Καποδίστριας ερχόταν για να εκκλησιαστεί, οι Μαυρομιχαλαίοι τον πυροβόλησαν και τον μαχαίρωσαν. Ο μονόχειρας Γεώργιος Κοκόνης, απόμαχος Κρητικός που είχε ο Καποδίστριας ως σωματοφύλακα, πυροβόλησε και σκότωσε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, του οποίου το πτώμα διαμέλυσε και πέταξε στην θάλασσα ο όχλος. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης βρήκε καταφύγιο στη Γαλλική πρεσβεία. Κάτοικοι μάλιστα του Ναυπλίου μαρτυρούσαν ότι υπήρχε στο λιμάνι λέμβος υπό Αγγλική σημαία που πιθανόν θα χρησίμευε για την διαφυγή των ενόχων.

Ο Αυγουστίνος, αδελφός του θύματος, έσπευσε να ελέγξει την κατάσταση και ο Πορτογάλος συνταγματάρχης ς Αλμέιδα κατάφερε με στρατιώτες να επαναφέρει την τάξη. Η πρεσβεία ήταν περικυκλωμένη απ' τον λαό που απαιτούσε την παράδοση του δεύτερου δολοφόνου. Δύο αντιπρέσβεις διαμαρτυρήθηκαν στον Αλμέιδα και απείλησαν με διακοπή διπλωματικών σχέσεων, μα αυτός έμεινε πιστός στο καθήκον του. Το πρωί της Δευτέρας το πλήθος γύρω απ' την πρεσβεία ήταν πολύ μεγάλο και ο Αλμέιδα προειδοποίησε τον Γάλλο πρέσβη ότι η στρατιωτική του δύναμη δεν αρκεί για να ελέγξει τον όχλο. Έτσι αποφασίστηκε τελικά η παράδοση του Γεωργίου Μαυρομιχάλη, ο οποίος οδηγήθηκε συνοδεία στρατιωτών στο φρούριο. Ο Γεώργιος δικάστηκε και καταδικάστηκε από στρατοδικείο, ως μέλη του ατάκτου στρατού, παρά τις διαμαρτυρίες του Γάλλου στρατηγού Ζεράρ ότι το στρατοδικείο είναι αναρμόδιο. 
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης εκτελέστηκε δια τυφεκισμών.
Το σώμα του νεκρού κυβερνήτη βαλσαμώθηκε και τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Μετά από έξι μήνες, ο Αυγουστίνος παραιτήθηκε από την κυβέρνηση που είχε προσωρινά αναλάβει και πήρε και το λείψανου του αδερφού του, το οποίο έθαψε στην Κέρκυρα.
matiagr.blogspot.com

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε ότι διαβάζετε και βοηθήστε το κουνάβι να μάθει περισσότερα για το τι προτιμάτε να διαβάζετε!

 
Top