Η γυναίκα λέει στον άντρα της:
- “Πεινάω, τι θα έλεγες για κανένα σουβλάκι;”
- “Και γω”, λέει ο άντρας, “θα πεταχτώ να πάρω”.
Φοράει πρόχειρα κάποια ρούχα και ξεκινά για το σουβλατζίδικο. Την ώρα που ετοιμαζόταν να μπει στο αμάξι του, σταματάει δίπλα του ένα αυτοκίνητο και βγαίνει απόμέσα μια κουκλάρα και τον ρωτά:
- “Σας παρακαλώ, μήπως ξέρετε πως θα πάω στην οδό Τάδε 15;”
Αγαλμα ο τύπος της ψελλίζει:
- “Θα πάτε ίσια, δύο στενά πιο κάτω δεξιά και στο τρίτο αριστερά”.
Η κοπέλα:
- “Αχ, δεν μπορώ να προσανατολιστώ εύκολα τη νύχτα, σας παρακαλώ μπορείτε να με πάτε, θα σας χρωστάω μεγάλη χάρη…”
- “Πεινάω, τι θα έλεγες για κανένα σουβλάκι;”
- “Και γω”, λέει ο άντρας, “θα πεταχτώ να πάρω”.
Φοράει πρόχειρα κάποια ρούχα και ξεκινά για το σουβλατζίδικο. Την ώρα που ετοιμαζόταν να μπει στο αμάξι του, σταματάει δίπλα του ένα αυτοκίνητο και βγαίνει απόμέσα μια κουκλάρα και τον ρωτά:
- “Σας παρακαλώ, μήπως ξέρετε πως θα πάω στην οδό Τάδε 15;”
Αγαλμα ο τύπος της ψελλίζει:
- “Θα πάτε ίσια, δύο στενά πιο κάτω δεξιά και στο τρίτο αριστερά”.
Η κοπέλα:
- “Αχ, δεν μπορώ να προσανατολιστώ εύκολα τη νύχτα, σας παρακαλώ μπορείτε να με πάτε, θα σας χρωστάω μεγάλη χάρη…”
Αν και ο δρόμος δεν είχε καμιά σχέση με το σουβλατζίδικο, δέχτηκε (χωρίς δυσκολία) να την εξυπηρετήσει. Φτάνοντας στην οδό Τάδε 15 του λέει η κούκλα:
- “Ξέρετε, είναι μερικές μέρες που έχω μετακομίσει εδώ και δεν βρίσκω εύκολα το σπίτι τα βράδια. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την εξυπηρέτηση, θα ήθελα να έρθετε πάνω να σας κεράσω κάτι”.
- “Οχι, ευχαριστώ, είναι αργά μια άλλη φορά ίσως…”
- “Οχι, επιμένω να έρθετε! Δεν θα αργήσετε”.
Με τα πολλά ανεβαίνουν επάνω, το σπίτι ήταν τεράστιο και όμορφο και η κοπέλα του προτείνει να βάλει κάτι να πιει μέχρι να φορέσει κάτι πιο ανάλαφρο. Ο τύπος δεν κατάλαβε πότε έβαλε το ποτό να πιει, πότε είδε την τύπισσα να εμφανίζεται σας θεά, πότε βρέθηκαν στο κρεβάτι… Κάποια στιγμή, μέσα από την ευχάριστη κούραση που είχε περάσει, άνοιξε το μάτι του και είδε από το παράθυρο να μπαίνει το πρώτο φως της ημέρας (τον είχε πάρει ο ύπνος).
- Ωχ Παναγία μου! Ξέχασα τη γυναίκα μου!!”, είπε και έφυγε τρέχοντας ψάχνοντας να βρει παράλληλα μια καλή δικαιολογία για να της πει. Πράγματι, στον δρόμο της επιστροφής, σκέφτηκε κάτι που τον έκανε να παρακάμψει και να περάσει από ένα χαρτοπολείο και να αγοράσει ένα τεμπεσίρι, το οποίο και έτριψε στα χέρια του. Κάποια στιγμή έφτασε στο σπίτι του όπου και βρήκε την γυναίκα του να ωρύεται:
- “Που ήσουνα βρε παλιοτόμαρο όλο το βράδυ;;;; Που στο διάολο πήγες παλιοαλήτη;;;; Που κοπροσκύλιαζες όλο το βράδυ και δεν ήξερα τι να κάνω;;;”
- “Που να στα λέω, δεν θα το πιστέψεις αγάπη μου. Την ώρα που έφυγα από εδώ και πριν μπω στο αμάξι, σταματά ένα αυτοκίνητο δίπλα μου και κατεβαίνει μία θεογκόμενα που με ρώτησε για κάποια οδό. Της είπα πως ακριβώς θα πάει μα δεν κατάλαβε και με παρακάλεσε να την συνοδεύσω μέχρι εκεί για να μην χαθεί”.
- “Και μετά, τι έγινε;” ρωτά η γυναίκα του.
- “Την συνόδευσα μέχρι το σπίτι της και μου ζήτησε να ανέβω επάνω για ένα ποτό για να με ευχαριστήσει. Δέχτηκα και την ώρα που έπινα το ποτό μου αυτή πήγε να αλλάξει και γύρισε με ένα ημιδιάφανο ρούχο και μου την έπεσε, εγώ δεν μπορούσα να αντισταθώ και βρεθήκαμε στο κρεβάτι να κάνουμε έρωτα. Ετσι έγιναν τα πράγματα γλυκιά μου και γι’ αυτό άργησα”.
- “Βρε αλήτη, θες να πιστέψω αυτές τις βλακείες που μου λες; Για να δω τα χέρια σου!”
- “Ορίστε”, κάνει αυτός…
- “Ρε αλήτη όλο ψέματα μου λες!!!! Πάλι για μπιλιάρδο είχες πάει;;;;;”
- “Ξέρετε, είναι μερικές μέρες που έχω μετακομίσει εδώ και δεν βρίσκω εύκολα το σπίτι τα βράδια. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την εξυπηρέτηση, θα ήθελα να έρθετε πάνω να σας κεράσω κάτι”.
- “Οχι, ευχαριστώ, είναι αργά μια άλλη φορά ίσως…”
- “Οχι, επιμένω να έρθετε! Δεν θα αργήσετε”.
Με τα πολλά ανεβαίνουν επάνω, το σπίτι ήταν τεράστιο και όμορφο και η κοπέλα του προτείνει να βάλει κάτι να πιει μέχρι να φορέσει κάτι πιο ανάλαφρο. Ο τύπος δεν κατάλαβε πότε έβαλε το ποτό να πιει, πότε είδε την τύπισσα να εμφανίζεται σας θεά, πότε βρέθηκαν στο κρεβάτι… Κάποια στιγμή, μέσα από την ευχάριστη κούραση που είχε περάσει, άνοιξε το μάτι του και είδε από το παράθυρο να μπαίνει το πρώτο φως της ημέρας (τον είχε πάρει ο ύπνος).
- Ωχ Παναγία μου! Ξέχασα τη γυναίκα μου!!”, είπε και έφυγε τρέχοντας ψάχνοντας να βρει παράλληλα μια καλή δικαιολογία για να της πει. Πράγματι, στον δρόμο της επιστροφής, σκέφτηκε κάτι που τον έκανε να παρακάμψει και να περάσει από ένα χαρτοπολείο και να αγοράσει ένα τεμπεσίρι, το οποίο και έτριψε στα χέρια του. Κάποια στιγμή έφτασε στο σπίτι του όπου και βρήκε την γυναίκα του να ωρύεται:
- “Που ήσουνα βρε παλιοτόμαρο όλο το βράδυ;;;; Που στο διάολο πήγες παλιοαλήτη;;;; Που κοπροσκύλιαζες όλο το βράδυ και δεν ήξερα τι να κάνω;;;”
- “Που να στα λέω, δεν θα το πιστέψεις αγάπη μου. Την ώρα που έφυγα από εδώ και πριν μπω στο αμάξι, σταματά ένα αυτοκίνητο δίπλα μου και κατεβαίνει μία θεογκόμενα που με ρώτησε για κάποια οδό. Της είπα πως ακριβώς θα πάει μα δεν κατάλαβε και με παρακάλεσε να την συνοδεύσω μέχρι εκεί για να μην χαθεί”.
- “Και μετά, τι έγινε;” ρωτά η γυναίκα του.
- “Την συνόδευσα μέχρι το σπίτι της και μου ζήτησε να ανέβω επάνω για ένα ποτό για να με ευχαριστήσει. Δέχτηκα και την ώρα που έπινα το ποτό μου αυτή πήγε να αλλάξει και γύρισε με ένα ημιδιάφανο ρούχο και μου την έπεσε, εγώ δεν μπορούσα να αντισταθώ και βρεθήκαμε στο κρεβάτι να κάνουμε έρωτα. Ετσι έγιναν τα πράγματα γλυκιά μου και γι’ αυτό άργησα”.
- “Βρε αλήτη, θες να πιστέψω αυτές τις βλακείες που μου λες; Για να δω τα χέρια σου!”
- “Ορίστε”, κάνει αυτός…
- “Ρε αλήτη όλο ψέματα μου λες!!!! Πάλι για μπιλιάρδο είχες πάει;;;;;”
0 comments:
Post a Comment
Σχολιάστε ότι διαβάζετε και βοηθήστε το κουνάβι να μάθει περισσότερα για το τι προτιμάτε να διαβάζετε!