της Αναστασίας Καλλιοντζή
Δικηγόρος-Συγγραφέας

Ένα Σαββατόβραδο, γύρω στα μεσάνυχτα, κοντοστάθηκα σε ένα περίπτερο κεντρικού δρόμου της Αθήνας. Ο περιπτεριούχος δεν φαινόταν πουθενά. Στην αρχή νόμισα ότι είχε παρατήσει το περίπτερο σύξυλο κι έφυγε-τον τελευταίο καιρό συμβαίνουν όλο και περισσότερα πράγματα που άλλοτε θα μας προξενούσαν τρομερή εντύπωση, ενώ σήμερα μας φαίνονται αδιάφορα ή/και φυσιολογικά-όμως αμέσως μετά διαπίστωσα ότι ο άνθρωπος είχε γείρει στην καρέκλα του και απλώς… κοιμόταν. Πετάχτηκε αλαφιασμένος και με απολογητική διάθεση είπε «συγγνώμη, αλλά δεν έχει δουλειά! Βλέπεις; Βράδυ Σαββάτου και σκοτώνω μύγες… Πάει, καταστράφηκα κι εγώ…».

Η απελπισία στο βλέμμα του, η θλίψη στη φωνή του…
Αλλά κυρίως αυτές οι δυο τελευταίες λεξούλες.
«…κι εγώ…».

Άλλος ένας αριθμός-άλλος ένας κρίκος στην ατέρμονη αλυσίδα της καταστροφής που αφήνει πίσω της η κρίση.
Από τότε που ξέσπασε και επισήμως, τρόπον τινά, αυτή η περιβόητη κρίση, οι αριθμοί έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Το εξωτερικό χρέος μας είναι τόσο. Με τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση θα εξοικονομηθούν τόσα. Τα μαγαζιά που έβαλαν λουκέτο στην Αθήνα είναι τόσα. Οι επισφάλειες των δανείων και των πιστωτικών καρτών εκτινάχθηκαν στο τόσο. Η ανεργία καλπάζει στο τόσο.


Αριθμοί, αριθμοί… ένας Πύργος της Βαβέλ από αριθμούς, αριθμοί που παραζαλίζουν κόσμο, που καταστρέφουν ζωές, που κατάφεραν να εξαφανίσουν σχεδόν αποτελεσματικά την έμφυτη χαρά και αισιοδοξία μας-πάλαι ποτέ ίδιον της ράτσας μας-και μας μετέτρεψαν σε συγχυσμένα, έντρομα ανθρωπάκια που τρέμουν για το αβέβαιο αύριο, βυθίζοντάς μας στο ζόφο της ανασφάλειας και της απελπισίας, δημιουργώντας μας βάσιμες υποψίες ή/και ασφαλείς πεποιθήσεις ότι η κρίση ήρθε για να μείνει και ότι δεν υπάρχει κανένας και τίποτα για να μας βγάλει από αυτό το τέλμα όπου έχουμε βυθιστεί, αυτό το τέλμα που ο πολύς Στρος-Καν περιέγραψε εξαιρετικά εύγλωττα ως «σκατά».
«Οι Έλληνες είναι βυθισμένοι στα σκατά-και για την ακρίβεια πολύ βαθειά». Έτσι ακριβώς είπε ο Στρος-Καν- κι έχω τη βεβαιότητα ότι όσοι έχουν το γνώθι σαυτόν και βλέπουν την κατάσταση ως έχει, δίχως περιττές ωραιοποιήσεις που μόνο πόνο προκαλούν, θα ευχήθηκαν να αγιάσει το στόμα του για του λόγου του το αληθές.

Κι ενώ ο Πρωθυπουργός μάταια προσπαθεί να πείσει τους πολίτες ότι «θα τα καταφέρουμε», ότι «υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ», ότι «είναι μια δύσκολη κατάσταση, αλλά συστρατευμένοι θα την αντιμετωπίσουμε» και λοιπές μεγαλόστομες φανφάρες με τις οποίες οι πολιτικοί είναι τόσο μα τόσο εξοικειωμένοι… έρχεται στο σκηνικό ένας περιπτεράς του κέντρου της Αθήνας, σου λέει απελπισμένος ένα «πάει, καταστράφηκα κι εγώ», έρχεσαι μούρη με μούρη με τη γυμνή, ολοκάθαρη αλήθεια και όλα τελειώνουν-οριστικά, τελεσίδικα, αμετάκλητα.


Θέλω να μιλήσω για την κρίση όπως την προσλαμβάνουν οι απλές, ανθρώπινες αισθήσεις μου, πέρα από αριθμητικά στοιχεία αληθινά ή ψεύτικα -ας αφήσουμε τους αριθμούς για τους καθ’ ύλην αρμοδιότερους τεχνοκράτες, οίτινες εξ ορισμού δεν έχουν ι δ έ α τι θα πει αληθινή ζωή-και διαπιστώνω ότι δεν ξέρω από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω. Το πιο προφανές δεν χρειάζεται να το αναλύσει κανείς ιδιαίτερα: τα κλειστά και άδεια μαγαζιά στους εμπορικότερους δρόμους των Αθηνών, που κάποτε έσφυζαν από ζωή και κίνηση και αλισβερίσι, τώρα χάσκουν σαν ανοιχτοί τάφοι. Αποφάσεις που έπρεπε να έχουν ληφθεί χρόνια πριν, αλλά καμία κυβέρνηση δεν τολμούσε να τις λάβει από φόβο για το όποιο πολιτικό κόστος, τώρα λαμβάνονται εν μια νυκτί, ανερμάτιστα, απρογραμμάτιστα, ξαφνικά, δίχως ενδελεχή σκέψη και εξέταση όλων των παραμέτρων, κεραυνός εν αιθρία στα κεφάλια των παραζαλισμένων πολιτών μετά από παρωδίες «δημοσίων διαβουλεύσεων». Εργασιακά δικαιώματα κατοχυρωμένα μετά από μακροχρόνιους κοινωνικούς αγώνες, ανατράπηκαν στο βωμό των επιλεγόμενων «θυσιών».

Επικρατεί το χάος κι όμως… κανένας δε μιλάει, κανένας δεν αντιστέκεται και συρόμαστε σαν τα πρόβατα στη σφαγή. Είτε από φόβο ότι, αν αντισταθούμε αποτελεσματικά, θα έρθει κάτι ακόμα χειρότερο κι απ’ αυτό που πάθαμε, είτε, ακόμη ακόμη, από μια υποσυνείδητη ενοχή που δεν τολμάμε να την ομολογήσουμε ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό. Θεωρούμε τους εαυτούς μας ενόχους γι’ αυτό που πάθαμε, γιατί στο παρελθόν ζούσαμε μια ζωή βουτηγμένη σε καπιταλιστικές αυταπάτες και ψευδαισθήσεις δίχως να σκεφτόμαστε το αύριο, δίχως να μας νοιάζει το αύριο, και ξαφνικά, μια μέρα, ξυπνήσαμε απ’ το όνειρο και κληθήκαμε να το πληρώσουμε τόσο, μα τόσο ακριβά…
Η αντίσταση που δεν επιδεικνύουμε, η μάχη που δεν δίνουμε, έγινε οργή-μια οργή σιωπηλή, επικίνδυνη, πνιγμένη στα βάθη των συγχυσμένων εαυτών μας, ένα καζάνι που σιγοβράζει και κοχλάζει κι όταν σκάσει δεν θες να σκέφτεσαι τι μέλλει γενέσθαι.


Τη σιωπηλή οργή τη διακρίνει κανείς εύκολα γύρω του. Στη μόνιμη ρυτίδα συνοφρύωσης στα μέτωπα των κατηφών περαστικών. Στους παραμορφωμένα πρόσωπα των οδηγών στο δρόμο-για κάνε πως κορνάρεις για να ξυπνήσει ο προπορευόμενος από σένα οδηγός, και θα εισπράξεις μια μούτζα κι ένα κατεβατό από «γαλλικά» ώσπου να πεις κύμινο. Στους καβγάδες που στήνονται «δια ασήμαντον αφορμήν». Στην περιφρόνηση για κάθε τι που μας ξεβολεύει από την ήδη κλονισμένη καθημερινότητά μας. Στην παντελή έλλειψη ανοχής προς εαυτούς και αλλήλους. Όλ’ αυτά είναι οργή-που ψάχνει απελπισμένα μια διέξοδο για να εκτονωθεί πάση θυσία κι είναι σχεδόν απορίας άξιον πώς δεν έχει συμβεί ακόμα η έκρηξη.

Σε τήδε κακείσαι πηγαδάκια, σε κατά καιρούς συζητήσεις, συνειδητοποίησα ότι, ουσιαστικά, ο αποδέκτης της οργής του κόσμου δεν είναι άλλος από τους πολιτικούς. Τους πολιτικούς που, από οικονομικής απόψεως, δεν έχουν πάθει κανένα απολύτως κακό-δεν υπάρχει κρίση γι’ αυτούς. Τους πολιτικούς, που δεν έχουν ιδέα τι θα πει να πρέπει να αναγκαστείς να ζήσεις με πενταροδεκάρες-εκείνοι έχουν τον παχυλότατο μισθό τους και δεν αντιμετωπίζουν ποτέ τα προβλήματα ημών των «πληβείων». Τους πολιτικούς, που ζητούν θυσίες από το λαό τη στιγμή που εκείνοι λαμβάνουν μισθό πολλών χιλιάδων Ευρώ και δεν ξέρουν τι θα πει να πρέπει να καταβάλεις τη δόση του δανείου σου στην τράπεζα και να μην έχεις στην τσέπη σου όχι τα χρήματα της δόσης του δανείου, αλλά ούτε για να πάρεις τσιγάρα, να πνίξεις τον πόνο σου στον καπνό και να ησυχάσεις. Τους πολιτικούς, που ισχυρίζονται ότι «μαζί τα φάγαμε», τη στιγμή που εσύ ξέρεις καλά ότι δεν μπορείς να προσφέρεις στον εαυτό σου και στο παιδί σου ούτε καν τα στοιχειώδη, γιατί έχεις χάσει τη δουλειά σου και δεν σε ξαναπροσλαμβάνει κανείς, γιατί μειώθηκε ο μισθός σου και ανετράπη όλος σου ο προγραμματισμός, γιατί, γιατί…
Κι όλ’ αυτά ενώ είναι γνωστό τοις πάσι ότι έχει διασπαθιστεί βάρβαρα το δημόσιο χρήμα, ότι κάποιοι πολιτικοί απεδείχθησαν επίορκοι και το καταβρόχθισαν και δεν έσκασαν… κι όμως, δεν έχει πάει στη φυλακή κανείς, ούτε για δείγμα, έτσι για τα μάτια, για να δικαιωθεί λιγάκι το κοινό περί δικαίου αίσθημα και να ικανοποιηθεί μια στάλα η δίψα για δικαίωση των μονίμως ταλαιπωρημένων ανθρώπων, εκείνων που δεν έχουν ιδέα από σπουδαίους σκοπούς και υψηλά ιδανικά απ’ αυτά που ταϊζουν προεκλογικά οι πολιτικοί αφειδώς τον κοσμάκη, εκείνων που ζητούν απλά το αυτονόητο, αξιοπρέπεια, και δεν την έχουν, τη στερήθηκαν βάναυσα επειδή κάποιοι αποφάσισαν ότι έχουμε «κρίση».
Κακά τα ψέματα: όσο δεν μπαίνει στη φυλακή κανένας απ’ αυτούς τους μεγαλόσχημους καρεκλοκένταυρους που έκλεψαν,  που διασπάθισαν, που υποθήκευσαν το μέλλον του λαού, που τσαλάκωσαν την αξιοπρέπειά του, ο κόσμος δεν πρόκειται ποτέ ξανά να εμπιστευτεί τους πολιτικούς. Κανέναν πολιτικό. Ποτέ. Ποτέ ξανά. Και η οργή του, να τους βλέπει στις τηλεοράσεις με τα ακριβά κοστούμια τους, με τις πανάκριβες γραβάτες τους και τα παγωμένα δωρεάν τους χαμόγελα, να απολαμβάνουν  την αίσθηση του θριάμβου τους, την αίσθηση του ότι εμείς-θα-κοιμηθούμε-ήσυχα-απόψε-γιατί-αύριο-δεν-λήγει-η-δόση-του-δανείου-μας-κι-όσο-για-τους-άλλους-χεστήκαμε… η οργή του κόσμου μεγαλώνει, μεγαλώνει, μεγαλώνει…


Τοιαύτη απαξίωση προς το κοινοβουλευτικό σύστημα εν γένει, σε συνδυασμό με την ανυπαρξία ελπίδας και κάποιας προοπτικής για κάτι καλύτερο και αξιόπιστο, είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη ατραπός που μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα πιο επικίνδυνες καταστάσεις-θα τις αναλύσουμε άλλη φορά. Προς ώρας, περιορίζομαι στο να πω καμιά προσευχή. Ποιος ξέρει, ίσως τα πράγμα γίνουν κατά τι καλύτερα, αν και εφόσον τα Θεία αποφασίσουν να συνεργαστούν (sic), εφόσον οι πράξεις και οι παραλείψεις των καθ’ ύλην αρμοδίων αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές…
ΥΣ. Είδηση της τελευταίας στιγμής: καινούργια υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους. Καινούργια οργισμένη διάψευση από τον Πρωθυπουργό.
Ήθελα να ‘ξερα… ποιος νοιάζεται;;;


http://www.radio9.gr/

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε ότι διαβάζετε και βοηθήστε το κουνάβι να μάθει περισσότερα για το τι προτιμάτε να διαβάζετε!

 
Top